H συνταγματικότητα του 3ου "Μνημονίου"

ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΓΝΩΜΗΣ

        ΓΙΑ ΤΗΝ «ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ» 

 

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ

 

        Το άρθρο 44 § 2 Σ προβλέπει τη διεξαγωγή δύο ειδών δημοψηφίσματος: Το “δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα” και το “δημοψήφισμα για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά”.  Και τα δύο είδη δημοψηφισμάτων είναι δεσμευτικά με την εξής έννοια:

 

        Η δεσμευτικότητα και των δύο κατηγοριών είναι επιπέδου κυβερνητικής πράξης και κοινού νόμου αντίστοιχα -δεν είναι συντακτικού ή αναθεωρητικού επιπέδου. Το πρώτο δεσμεύει την άσκηση της κυβερνητικής λειτουργίας μόνο ως προς το βασικό ουσιαστικό περιεχόμενο του ερωτήματος και το δεύτερο δεσμεύει την άσκηση της νομοθετικής λειτοργίας ως προς το περεχόμενο του ψηφισμένου νομοσχεδίου και μόνο, εφόσον πρόκειται για κοινωνικό θέμα και εφόσον το κοινωνικό θέμα δεν επηρέαζει τα δημόσια έσοδα ή έξοδα. Το ότι η δεσμευτικότητα των προβλεπόμενων δημοψηφισμάτων δεν είναι αυξημένης τυπικής δύναμης, αλλά επιπέδου ισχύος πράξεων των συντεταγμένων εξουσιών -εδώ κυβερνητικής και νομοθετικής πράξης αντίστοιχα- έχει ως συνέπεια ότι τόσο η κυβέρνηση όσο και η νομοθετική εξουσία δεν μπορεί αντίστοιχα να τροποποιήσει ως προς τη βασική του ουσία το περιεχόμενο της απόφασης του δημοψηφίσματος, παρά μόνο εφόσον αιτιολογήσει και θεμελιώσει την τροποποίηση με νέα δεδομένα ή κριτήρια της διακριτικής της ευχέρειας. Μπορεί, με άλλες λέξεις, η κυβέρνηση (το Υπουργικό Συμβούλιο) να πάρει μια νέα απόφαση για το ίδιο εθνικό θέμα με βάση νέα κριτήρια και δεδομένα και η νομθετική εξουσία, μετά από άσκηση νέας νομοθετικής πρωτοβουλίας, να ψηφίσει νέο νομοσχέδιο για το ίδιο κοινωνικό θέμα. Τα δημοψηφίσματα που προβλέπει το Σύνταγμα είναι μεν δεσμευτικά, αλλά δε θέτουν φραγμό στις αντίστοιχες συντεταγμένες εξουσίες να ξανα-αντιμετωπίσουν τα ίδια ζητήματα  των δημοψηφισμάτων. Το αποτέλεσμα, δηλαδή, δεν έχει αυξημένη τυπική δύναμη. Βεβαίως, η νέα αντιμετώπιση θα πρέπει να αποτελεί άσκηση  της αντίστοιχης εξουσίας  μόνο “υπέρ του Λαού” (άρθρο 1 § 3 Σ) και, με βάση την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας,  να είναι στο πλαίσιο σεβασμού της θέλησης του λαού που εκφράστηκε με το δημοψήφιασμα. Ο σεβασμός αυτός θα διαπιστωθεί στην αιτιολογία με το λόγο “υπέρ του Λαού” (υπέρ του συμφέροντος του Λαού), που θα έχει η νέα αντιμετώπιση. Ανεξάρτητα από αυτή τη δυνατότητα ουσιαστικής τροποποίησης του αποτελέσματος δημοψηφίσματος, μπορεί η κάθε μια από τις συντεταγμένες εξουσίες και βάσει της δημοκρατικής τους νομιμοποίησης να επιφέρουν τρποποιήσεις σε λεπτομέρειες που ενδεχομένως περιείχε το ερώτημα ή σε περιθωριακά ζητήματα, αρκεί να μην ανατρέπεται ο ουσιαστικός πυρήνας  της θέλησης του λαού  που εξέφρασε το αποτέλεσμα του δημομοψηφίσματος. Αυτό προκύπτει από τη λογική του θεσμοιύ του δημοψηφίσματος, ότι η απάντηση του λαού στο ερώτημα με ένα Ναι ή ένα Όχι δεν μπορεί να αναφέρεται στα τυχόν επουσιώδη η λεπτομεριακά ζητήματα που ενδεχομένως περιέχει το ερώτημα, αλλά μόνο στον ουσιαστικό πυρήνα του. Επιπλέον, αυτό προκύπτει και από τη σωστή ερμηνεια του θεσμού του δημοψηφίσματος με βάση τη δημοκρατική αρχή στο συντακτικό πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Για τους λόγους αυτούς, δεν είναι σύμφωνο με το πνεύμα του συντάγματος και το νόημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δημοψήφισμα για κρίσιμο εθνικό θέμα με ερώτημα στο οποίο περιέχονται ζητήματα που από τη φύση τους δεν μπορούν να απαντηθούν από το σύνολο των πολιτών ή μονολεκτικά με ένα Ναί ή ένα Όχι και, συνεπώς, ανήκουν στην αρμοδιότητα των συντεταγμένων εξουσιών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ειδικότερα ως προς το δημοψήφισμα για ψηφισμένο νομοσχέδιο κοινωνικού περιεχομένου,  εμπεριέχονται, αναμφίβολα, λεπτομερείς ρυθμίσεις, οι οποίες δεν είναι κρίσιμες για την ουσία του νομοσχεδίου, που εκφεύγουν της δυνατότητας του λαού να τις κρίνει γενικά. Στις περιπτώσεις αυτές, θα πρέπει να ερμηνεύεται η λαϊκή ετυμηγορία με αναζήτηση του ουσιαστικού περεχομένου της, η οποία αποτελεί και τη σύμφωνη με το σύνταγμα ερμηνεία της.

 

        Ειδικότερα, ως προς δημοψήφισμα με αντικείμενο διεθνή σύμβαση, παρατηρούμε τα εξής: Δημοψήφισμα για έγκριση σχεδίου διεθνούς σύμβασης ή συγκεκριμένου αντικειμένου διεθνούς συμφωνίας συνιστά πάντοτε δημοψήφισμα για κρίσιμο εθνικό θέμα και αναφέρεται στην άσκηση της κυβερνητικής λειτουργίας στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, με τη δεσμευτικότητα που αναφέρθηκε πιο πάνω. Αντίθετα, δημοψήφισμα στο οποίο υποβάλλεται η έγκριση υπογεγραμμενης και επικυρωμένης κατά το Σύνταγμα διεθνούς σύμβασης ή μόνο υπογεγραμμένης και πριν από την επικύρωσή της δεν μπρεί να ασκήσει καμιά επιρροή στη δεσμευτικότητά της και στην ισχύ της, παρά μόνο αν έχει τεθεί η εν λόγω έγκριση με δημοψήφισμα ως όρος στη σύμβαση. Και τούτο, γιατί το δημοψήφισμα δεν αποτελεί κατά το Σύνταγμα τρόπο επικύρωσης των διεθνών συμβάσεων, η δεσμευτικότητά τους δε είναι αυξημένης τυπικής δύναμης, σύμφωνα με τα άρθρα 27 και 28 Σ.

 

Β. ΤΟ “ΤΡΙΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ” ΚΑΙ ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ ΤΗΣ 5.7.2015

 

        Από όσα αναφέρονται πιο πάνω για το συνταγματικό πλαίσιο του θεσμού του δημοψηφίσματος, το δημοψήφισμα της 5.7.2015 ορθά προκηρύχθηκε για “κρίσιμο εθνικό θέμα”, δεδομένου ότι το ερώτημα δεν αφορούσε ούτε μπορούσε να αφορά  σε ψηφισμένο νομοσχέδιο για καθαρά κοινωνικό ζήτημα.

 

        Το ερώτημα αφορούσε την “Πρόταση Συμφωνίας” που είχε καταθέσει στις 25.6.2015 η Τρόικα (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ΔΝΤ) στην Ομάδα του Ευρώ, παραθέτοντας και τους τίτλους των δύο Σχεδίων Συμβάσεων των αντίστοιχων δύο “Μερών” της Πρότασης, αλλά χωρίς το κείμεν ό τους και χωρίς να προηγηθεί επίσημη ενημέρωση των πολιτών με ειδικό φάκελο ενημερωτικών εγγράφων, όπως απαιτεί η δημοκρατική αρχή. Απεναντίας, η ενημέρωση από τα πολιτικά κόμματα και από τα ΜΜΕ, καθώς κα οι δηλώσεις πολιτικών και εκπροσώπων των δανειστών ήταν παραπλανητικά και εκφοβιστικά. Η άσκηση πολιτικής και οικονομικής βίας ήταν κατάφωρη και διαρκής. Τόσο το ίδιο το ερώτημα όσο και η άσκηση ψυχολογικής βίας συνιστούσαν σοβαρή παραβίαση του Συντάγματος και των αρχών της δημοκρατικής νομιμότητας. Ειδικότερα, η άσκηση της ψυχολογικής βίας στους πολίτες, κατά το μέρος που προερχόταν από παράγοντες του εσωτερικού (ελληνικά ΜΜΕ, πολιτικοί κ.λπ.) παραβίαζε κατάφωρα τη λαϊκή κυριαρχία, ενώ κτά το μέρος που προερχόταν από το εξωτερικό (τους δανειστές και τους υποστηρικτές τους) συνιστούσε παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδας. Παρά ταύτα, ο λαός κατάφερε να διαγνώσει την ουσία του ερωτήματος και να ψηφίσει  “ΟΧΙ”.

 

        Η σωστή ερμηνεία του “ΟΧΙ” προκύπτει αβίαστα από την ουσία του ερωτήματος: Ήταν σαφές ότι η πρόταση των δανειστών ήταν πρόταση υποχρεωτικών όρων δανεισμού της Ελλάδας, συνέχισης του καθεστώτος δανεισμού που επιβλήθηκε με τις προηγούμενες “Συμφωνίες” από το Μάιο του 2010 και εδώ και εκ νέου αναγώριση του καθεστώτος αυτού και όλων των συμφωνιών που το συνιστούσαν. Ήταν μια πρόταση προσχώρησης και όχι μια πρόταση ελεύθερης διαπραγμάτευσης ως προς την ουσία της. Γι’ αυτό και σωστά ονομάστηκε στον πολιτικό λόγο διεξαγωγής του δημοψηφίσματος -και μάλιστα από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό- ως “τελεσίγραφο”. Η Πρόταση, με άλλες λέξεις, απαιτούσε προσχώρηση σε μια συμφωνία πλήρους αναγνώρισης του καθεστώτος δανεισμού και του παράνομου όρου της επιβολής του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής. Είναι χαρακτηριστικοί οι όροι-προϋποθέσεις του κειμένου της: 1. “Η ελληνική κυβέρνηση παραμένει πλήρως προσηλωμένη στο πρόγραμμα που βασίζεται στη δανειακή σύμβαση (...) Οι ελληνικές αρχές δεσμεύονται να απέχουν από κάθε υπαναχώρηση/ανάκληση των μέτρων και από μονομερείς αλλαγές στις πολιτικές και στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις…” 2. “Η ελληνική κυβέρνηση θα επιβεβαιώσει την πλήρη δλέσμευσή τηςστην ολοκλήρωση του καταλόγου των μεταρρυθμίσεων μέσω Ψήφου στη Βουλή μέσα σε διάστημα ημερών…” Σ’ αυτό το ουσιαστικό περιεχόμενο της πρότασης, ως μιας μη αποδεκτής  αντιδημοκρατικής πρότασης, ήταν η απάντηση της πλειοψηφίας του Ελληνικού Λαού. Η πραγματική θέληση του Ελληνικού Λαού, που εκφράστηκε με το “ΟΧΙ”, ήταν, χωρίς αμφιβολία,  να υπάρξει μια συμφωνία που θα καθιστούσε το δάνειο της Ελλάδας και τις δανειακές της υπχρεώσεις σύμφωνες με τις αρχές νομιμότητας του Συντάγματος -που είναι και αρχές νομιμότητας των Συνθηκών της ΕΕ και του διεθνούς δικαίου.

 

        Η θέληση του του Ελληνικού Λαού, που εκφράστηκε με το δημοψήφισμα της 5.7.2015 αγνοήθηκε από την επομένη μέρα απολύτως. Στις συμφωνίες δανεισμού (“3ο Μνημόνιο”) από την πρώτη συζήτηση μέχρι και την υπογραφή τους, όχι μόνο αγνοήθηκε, αλλά δεν έγινε ούτε καν αναφορά του και αναφορά στη θέληση του Ελληνικού Λαού που εξέφραζε. Ακριβώς στη βάση της Πρότασης της Τρόικα, η οποία απορρίφθηκε με ποσοστό 62% από τον Ελληνικό Λαό,  κατατέθηκε σε τρεις ημέρες  (8.7.2015) από την Κυβέρνηση αίτημα για πρόσθετο δάνειο από το ESM, ακολούθως συντάχτηκε το νέο “Μνημόνιο Συνεννόησης”, με τους πρωτοφανώς δυσβάστακτους όρους του, στις 12 Ιουλίου δημοσιεύθηκε η σχετική Έκθεση της Ελληνικής Κυβέρνησης, με την οποία συμφωνούσε με τους όρους του νέου “Μνημονίου Συνεννόησης”, στις 14 Αυγούστου  ανακοινώθηκε  η σχετική  “Πολιτική Συμφωνία” του Συμβουλίου Διοίκησης του ESM για τη νέα δανειοδότηση και στις 19 Αυγούστου η Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως εκπρόσωπος του ESM και οι Ελληνικές Αρχές (Ελληνική Δημοκρατία, Τράπεζα της Ελλάδος και Ελληνικό Ταμείο Οικονομικής Σταθερότητας) υπέγραψαν το δυσιπόστατο νέο “Μνημόνιο”, που αποτελείται από τη δανειακή “Σύμβαση Διευκόλυνσης Οικονομικής Βοήθειας” και από το “Μνημόνιο Συνεννόησης” που περιείχε τους απάνθρωπους όρους του δανεισμού.

 

        Πρέπει δε να σημειώσομε την εξής άποψη για κάτι που γίνεται παγίως από το 2010 και εδώ στις διεθνείς συμφωνίες δανεισμού: Η ισότιμη υπογραφή διεθνών συμβάσεων από οργανικούς φορείς της Ελληνικής Δημοκρατίας, όπως ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και το Ελληνικό Ταμείο Οικονομικής Σταθερότητας,  παράλληλα με την υπογραφή των δημοκρατικά νομιμοποιημένων οργάνων του πολιτεύματος που κατά το Σύνταγμα την εκπροσωπούν διεθνώς, δεν είναι σύμφωνη με το άρθρο 36 Σ και τη δημοκρατική αρχή, προσβάλλει δε συγχρόνως την εθνική κυριαρχία. Η συμμετοχή αυτών των οργάνων μόνο με συνημμένο παραρτημα γνωμοδότησής τους είναι συμβατό.

 

        Συμπέρασμα: Η νέα διπλή συμφωνία δανεισμού (Το λεγόμενο “3ο Μνημόνιο”), παραβίασε όχι μόνο πολιτικά, αλλά και νομικά το δημοψήφισμά της 5.7.2015, παραβιάζοντας συγχρόνως το άρθρο 44 § 2 Σ, την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας (άρθρο 1 Σ) και την εθνική κυριαρχία, αφού αφορούσε διεθνή Σύμβαση.

 

Γ. ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΝΟΜΙΜΌΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΎΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΤΗΣ ΕΕ

 

        Οι συμφωνίες του “3ου Μνημονίου” είναι παράνομες και νομικά άκυρες για τους ίδιους λόγους που ήταν και είναι και όλες οι προηγούμενες από το 2010 μέχρι σήμερα.  Συγκεκριμένα και συνοπτικά συντρέχουν οι ακόλουθες παραβιάσεις αρχών και κανόνων νομιμότητας και των τριών επιπέδων του υπερκείμενου δικαίου (Συντάγματος, Συνθηκών ΕΕ, Διεθνούς Δικαίου):

 

Οι δύο Συμβάσεις (Το “Μνημόνιο Συνεννόησης” και η  “Σύμβαση Διευκόλυνσης Οικονομικής Βοήθειας”) είναι άκυρες (δε δεσμεύουν τη Χωρα μας), γιατί δεν επικυρώθηκαν από τα αρμόδια κατά το Σύνταγμα Όργανα του Πολιτεύματος και με τις διαδικασίες που προβλέπει το Σύνταγμα (άρθρα 36 και 28).    Πρέπει εδώ να σημειώσομε ότι οι δανειστές δόλια έχουν επινοήσει το θεσμό των “Μνημονίων” (“Memoranda”), για να επιβάλλουν τους αντίθετους με τις Συνθήκες της ΕΕ και το Διεθνές Δίκαιο όρους δανεισμού, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο, να μεταφέρουν την ευθύνη τους στην Ελλάδα, με το επιχείρημα ότι τα απάνθρωπα μέτρα είναι προϊόν της ελληνικής νομοθετικής εξουσίας. Με τον όρο “Μνημόνιο” θέλουν να περάσουν πολιτικά την εντύπωση ότι πρόκειται για μη δεσμευτικές συμφωνίες,  τη δε θεσμική ευθύνη για ό,τι γίνεται στην Ελλάδα τη φέρει η ίδια. Πρέπει, όμως, να επισημάνομε ότι, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, τα “Μνημόνια” δεν είναι δεσμευτικά μόνο όταν είνα ανυπόγραφα και όταν οι όροι τους δε συνεπάγονται κυρώσεις. Εδώ ο όρος “Μνημόνιο” είναι ψευδής, γιατί πρόκειται για συμφωνία υπογεγραμμένη, συνδέεται άμεσα με τις δανειακές συμβάσεις και η παραβίαση των όρων της οδηγεί σε σοβαρές κυρώσεις, όπως στη διακοπή παροχής των οφειλόμενων δανειακών δόσεων, στην αποδέσμευση από συμβατικές υποχρεώσεις των αντισυμβαλλομένων δανειστών κ.ά. Επομένως πρόκειται σαφώς για διεθνείς Συμβάσεις, οι οποίες υπόκεινται στους κανόνες νομιμότητας του υπερκείμενου δικαίου. Δεδομένου δε ότι η νέα δανειακή σύμβαση υπάγεται στο νομικό καθεστώς του καταστατικού χάρτη του ESM,  υπάγεται ρητά στους κανόνες του Διεθνούς Σύμβασης της Βιέννης και στις αρχές και στους κανόνες των Συνθηκών της ΕΕ. Με αυτά τα δεδομένα, οι δανειστές μας δεν αποφεύγουν τη νομική ευθύνη βάσει του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της ΕΕ.

 

Οι δύο Συμβάσεις  συνιστούν σύμβαση δανεισμού με επιβολή ως όρους του δανείου πρόγραμμα καθολικής δέσμευσης της οικονομικής πολιτικής και όρους οι ποίοι παραβιάζουν τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις διεθνείς εγγυήσεις του κοινωνικού κράτους δικαίου, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας των βαρών. Συνεπώς, λόγω του περιεχομένου τους με όρους αντίθετους προς το υπερκείμενο δίκαιο, είναι οι Συμβάσεις άκυρες.

 

Οι Συμβάσεις είναι άκυρες και για τον ειδικό λόγο ότι έχουν ως αντικείμενο δάνειο που επιβαρύνει το είδη επαχθές δάνειο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εκπληρωθεί η εξόφλησή του χωρίς σοβαρή παραβίαση των δικαιωμάτων αξιοπρεπους διαβίωσης και ζωτικής σημασίας του Ελληνικού Λαού.

 

Οι Συμβάσεις αποτελούν προϊόν πολιτικής και οικονομικής βίας, Σύμφωνα με τη Σύμβαση της Βιεννης του 1969, η οποία θεμελιώνεται στην όλη διαδικασία διαπραγματεύσεων, στην προπαγάνδα των ΜΜΕ και στις δηλώσεις πολιτικών ηγετών των δανειστών και ανώτατων λειτουργών της ΕΕ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

 

Για όλα αυτά παραβιάζουν την αρχή της εθνικής κυριαρχίας του Ελληνικού Κράτους.

 

        Γενικά, οι Συμβάσεις του “3ου Μνημονίου” επισύρουν τις ίδιες ακυρότητες που   βαραίνουν και τις προηγούμενες και εκτίθενται στην Προκαρκτική Έκεθεση της Επιτροπής. Οι ακυρότητες αυτές δεν μπορούν να θεραπευθούν με καμιά πλειοψηφία της Βουλής και με κανένα δημοψήφισμα.

 

Κύθηρα, 21 Σεπτεμβρίου 2015

 

                                               Γιώργος Κασιμάτης

 

                                Ομ. Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών