Η πολιτεία πρέπει να είναι ελεύθερη για να ξεκινήσει διάλογο με την εκκλησία

Από πότε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αρχίζει να διερευνά πρακτικά τις δυνατότητες και τα όρια για τη διευθέτηση του ζητήματος της εκκλησιαστικής περιουσίας;

Οι συζητήσεις μεταξύ του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου και του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ άρχισαν αμέσως μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, τον Νοέμβριο του 1981. Οι συζητήσεις δεν περιελάμβαναν μόνο το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας αλλά όλα τα θέματα που αφορούσαν την Εκκλησία της Ελλάδος. Οι συζητήσεις επισημοποιήθηκαν με την ενημέρωση του υπουργικού συμβουλίου από τον πρωθυπουργό και τη χάραξη της πολιτικής αυτού του διαλόγου τον Σεπτέμβριο του 1982 (βλ. Πρακτικά ΥΣ της 16.9.1982). Ο διάλογος μεταξύ πρωθυπουργού και αρχιεπισκόπου Σεραφείμ ήταν διαρκής. Σ’ αυτό τον διάλογο συμμετείχα πάντοτε ως νομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού, όπως και ο Γεώργιος Λιλαίος, ως νομικός σύμβουλος της Ιεραρχίας της Ελλάδος. Βεβαίως, συζητήσεις μεταξύ εκκλησίας και κυβερνήσεων για την εκκλησιαστική περιουσία και τα οικονομικά ζητήματα της εκκλησίας είχαν γίνει και παλαιότερα, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Αυτό ήταν πολιτική δέσμευση του Ανδρέα Παπανδρέου;

Αντικείμενο της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ και του ίδιου του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν εξαρχής το ζήτημα σχέσεων κράτους και πολιτείας, το οποίο απασχολεί τις ευρωπαϊκές κοινωνίες από τον 18ο αιώνα. Ιδιαίτερα απασχολούσε τότε τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος είχε πολύ καλές σχέσεις συνεργασίας με τον αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, η αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας υπέρ της κοινωνίας, όπως είχε γίνει από δεκαετίες στη Ευρώπη. Πριν από 50-150 χρόνια στις ευρωπαϊκές χώρες είχε κρατικοποιηθεί χωρίς αποζημίωση το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία δόθηκε στον λαό για αξιοποίηση. Ο Σεραφείμ ανταποκρίθηκε θετικά, αλλά μόνο για τη μοναστηριακή περιουσία (όχι για την περιουσία της ίδιας της Εκκλησίας της Ελλάδος). Οι περισσότερες μονές συμφώνησαν και υπέγραψαν τα παραχωρητήρια. Μόνο ορισμένες αρνήθηκαν και δεν υπέγραψαν. Ο νόμος περιέλαβε την περιουσία και αυτών που αρνήθηκαν, με βάση το ευρύτερο κοινωνικό συμφέρον.

Τι είδους εκτάσεις ήταν αυτές;

Η μοναστηριακή περιουσία αποτελούνταν από αγροτικά και κτηνοτροφικά κτήματα εκατοντάδων χιλιάδων στρεμμάτων, χωρίς ιδιαίτερη αξία, ανεκμετάλλευτα ή από αγροτικά με υποτυπώδη εκμετάλλευση. Μπορούσαν, όμως, να ικανοποιήσουν κτηνοτροφικές και αγροτικές ανάγκες ακτημόνων ή κτηνοτρόφων και αγροτών με μικρές ιδιοκτησίες, ενισχύοντας έτσι την ελληνική κτηνοτροφία και αγροτική παραγωγή.

Οι μονές που δεν αποδέχτηκαν την πρόταση αρνήθηκαν λόγω ιδιαιτερότητας των εκτάσεων που είχαν στην κατοχή τους;

Οχι. Οι μονές αυτές ήταν αντίθετες προς αυτή την πολιτική. Ηθελαν να κρατήσουν τις εκτάσεις. Η πολιτική της κυβέρνησης ήταν να πάρει την περιουσία και να τη διανείμει σε αγρότες, σε κτηνοτρόφους οι οποίοι δεν είχαν δική τους επαρκή έκταση . Αυτή ήταν η συμφωνία, ότι θα τα έπαιρνε το ελληνικό κράτος για να τα διανείμει σε ακτήμονες ή σε αγρότες και κτηνοτρόφους με μικρή περιουσία. Με την επιρροή που είχε τότε ο αρχιεπίσκοπος, συμφώνησε ο μεγάλος αριθμός των μονών και τα παραχώρησε. Αυτή η περιουσία λοιπόν περιήλθε στο κράτος με τον ν. 1700/1987.

Οι μεγάλες αντιδράσεις από πού προέκυψαν;

Είναι φυσικό σε κάθε ευρύ κοινωνικό σώμα να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις και θέσεις. Οι αντιθέσεις αυτές μεταφέρονται και στα συλλογικά όργανα που αντιπροσωπεύουν το σώμα αυτό στη διοίκηση. Ετσι, δημιουργήθηκε αντίδραση και μέσα στην Ιεραρχία, η οποία αποτελεί το ανώτατο εκκλησιαστικό όργανο διοίκησης της εκκλησίας. Ο διάλογος μεταξύ εκπροσώπων της εκκλησίας και του υπουργού, που γινόταν στο υπουργείο για τη σύνταξη του νομοσχεδίου, δεν διακόπηκε ποτέ, αλλά συνεχιζόταν επί έτη, χωρίς η εκκλησία να ολοκληρώνει την πρότασή της, αναβάλλοντας έτσι κατά βυζαντινό τρόπο την ολοκλήρωσή του. Οπότε η κυβέρνηση με τα δεδομένα του διαλόγου μέχρι εκείνη τη στιγμή κατέθεσε το νομοσχέδιο του μετέπειτα νόμου 1700/1987. Αυτό δημιούργησε αντιδράσεις και ο τότε κεντρικός τηλεοπτικός σταθμός ζήτησε από τον Σεραφείμ δημόσιο τηλεοπτικό διάλογο. Ο δημόσιος διάλογος έγινε μεταξύ δύο εκπροσώπων της Ιεραρχίας και δύο εκπροσώπων της κυβέρνησης. Από την πλευρά της εκκλησίας, η Ιεραρχία επέλεξε τους βαθείς γνώστες των εκκλησιαστικών θεμάτων, τον τότε μητροπολίτη Δημητριάδος και αργότερα αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χριστόδουλο και τον τότε μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως και σήμερα Θεσσαλονίκης Ανθιμο . Από πλευράς κυβέρνησης ήταν ο τότε υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων Αντώνης Τρίτσης και εγώ ως νομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού που είχα χειριστεί και νομικά το ζήτημα. Ο διάλογος αυτός κυκλοφορεί στο διαδίκτυο σε βίντεο, το οποίο είναι αναρτημένο και στην ιστοσελίδα μου (kassimatisdimokratia, τμήμα video). Ο λαός, στη μεγάλη πλειονότητά του, ήταν, κατά τη γνώμη μου, σαφώς υπέρ της απόψεως της κυβέρνησης, αλλά ανεξάρτητα από αυτό προχώρησε το νομοσχέδιο σε νόμο και έγινε η μεταβίβαση της μοναστηριακής περιουσίας και έγινε η μεταβίβαση της μοναστηριακής περιουσίας όλων των μονών.

Πώς φτάσαμε να ανατραπούν όλα αυτά;

Οι μονές που είχαν αρνηθεί την παραχώρηση της περιουσίας τους προσέφυγαν στο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο Στρασβούργο, με το επιχείρημα της προσβολής του δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Οταν γινόταν η δίκη, ήταν η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Από πληροφορίες που είχα αργότερα από έγκυρο Ευρωπαίο δικαστή και καθηγητή του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, οι δικαστές το αντιμετώπιζαν όπως η Ευρώπη παλαιότερα, ως δικαίωμα, δηλαδή, της πολιτείας να εθνικοποιήσει υπέρ του λαού χωρίς αποζημίωση την περιουσία που δεν ήταν αναγκαία για τους λατρευτικούς σκοπούς της εκκλησίας και παρέμενε αναξιοποίητη. Με αυτήν τη σκέψη θα απέκρουε της προσφυγή των μονών. Ομως η κυβέρνηση Μητσοτάκη με τους νομικούς εκπροσώπους της δεν υποστήριξε σθεναρώς την υπόθεση με αυτούς τους λόγους. Οι νομικοί δεν έθεσαν τα σωστά επιχειρήματα εκεί. Ετσι οι μονές που προσέφυγαν δικαιώθηκαν. Οπότε, θυμάμαι, μετά την κυβέρνηση Μητσοτάκη και με την επάνοδο του ΠΑΣΟΚ στη διακυβέρνηση με πρωθυπουργό και πάλι τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο τότε υπουργός Παιδείας Γιώργος Παπανδρέου με κάλεσε κα με ρώτησε τι γνώμη έχω, εάν θα πρέπει να επιστρέψει τις εκτάσεις μόνο σε αυτούς που κέρδισαν τη δίκη (οι οποίοι ήταν λίγοι γιατί οι περισσότεροι είχαν συμφωνήσει και δεν μπορούσε να παρέμβει το δικαστήριο ή και στους άλλους, δηλαδή σε όλους. Του είπα «γι’ αυτό καλύτερα να συνεννοηθείς με τον αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ για να μην υπάρξει διχασμός μέσα στην εκκλησία». Πράγματι συνεννοήθηκε και τελικά τότε η κυβέρνηση επέστρεψε σε όλες τις μονές (και σε εκείνες που δεν το αξίωναν) την περιουσία.

Tη στάση της κορυφής της Ιεραρχίας πώς την κρίνετε;

Η διάθεση της εκκλησίας, κυρίως του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, ήταν, κατά την εκτίμησή μου, ειλικρινής. Ο αρχιεπίσκοπος το έδειξε και εμπράκτως με τη χωρίς καθυστερήσεις παραχώρηση εκ μέρους της εκκλησίας ολόκληρης της έκτασης της πλαγιάς, κατοικημένης και μη, του Περάματος. Οι κάτοικοι του Περάματος, εκεί, δεν είχαν τίτλους ιδιοκτησίας για τα σπίτια τους, γιατί η γη ήταν καταπατημένη εκκλησιαστική περιουσία. Η εκκλησία έκανε συμβόλαιο προς το ελληνικό κράτος και του παραχώρησε ολόκληρη αυτή την πλαγιά, το δε ελληνικό κράτος έδωσε τίτλους ιδιοκτησίας στους κατοίκους και σε αστέγους. Η Εκκλησία της Ελλάδος δεν δέχτηκε ποτέ να παραχωρήσει όποιες δικές της εκτάσεις, ιδίως όσες θεωρούσε αξιόλογες , όπως για παράδειγμα το Καβούρι. Ισως να είχε δίκιο, γιατί ήταν «φιλέτα» από τα οποία είχε έσοδα για τις δαπάνες που δεν κάλυπτε το κράτος. Πάντως, ο νόμος για τη μοναστηριακή περιουσία δεν είχε κανένα πρόβλημα συνταγματικής νομιμότητας, ούτε νομιμότητας από πλευράς δικαιωμάτων του ανθρώπου. Αυτό αποτελεί σταθερή επιστημονική γνώμη μου. Ομως, δυστυχώς, δεν λύθηκε σωστά το θέμα αυτό. Αλλά ούτε το κράτος τότε, κατά τη γνώμη μου, ενήργησε σωστά, μετά τη μεταβίβαση αυτής της μοναστηριακής περιουσίας, γιατί, λόγω της γνωστής αβελτηρίας των διοικητικών υπηρεσιών, δεν προχώρησε αμέσως στη διανομή της σε ακτήμονες κτηνοτρόφους και καλλιεργητές, ώστε να ικανοποιηθεί άμεσα το κοινωνικό συμφέρον της κτηνοτροφικής και γεωργικής μας παραγωγής.

Θεωρείτε ότι αν είχε γίνει άμεσα η διανομή των εκτάσεων σε ακτήμονες θα είχε δημιουργηθεί αυτό που λέμε «τετελεσμένο»;

Κοιτάξτε, αν είχε γίνει σύντομα η διανομή, θα ήταν δύσκολο και για την κυβέρνηση Μητσοτάκη και για το Δικαστήριο του Στρασβούργου να ανατρέψουν την παραχώρηση. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έπαιξε, δυστυχώς, σωστό ρόλο σε αυτό το ζήτημα.

Ο Αντώνης Τρίτσης, ο οποίος είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπόθεση, έφερνε μαζί και το όραμά του για ριζικές αλλαγές στις σχέσεις εκκλησίας – κράτους;

Ο Τρίτσης είχε παίξει καθοριστικό ρόλο, δεδομένου ότι ήταν κατά την κρίσιμη περίοδο υπουργός Παιδείας, με τον οποίο υπήρχε συνεχής συνεννόηση κατά τις επαφές πρωθυπουργού και Σεραφείμ, καθώς και μεταξύ του νομικού συμβούλου της εκκλησίας, του Γιώργου Λιλαίου τότε, και εμού ως νομικού συμβούλου του πρωθυπουργού. Σε αυτήν τη συζήτηση συμμετείχε θετικά ο Τρίτσης, ο οποίος πάντοτε ήταν υπέρ του οράματος της εθνικοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας και αν ήταν δυνατό του χωρισμού κράτους και εκκλησίας. Δεν υποστήριζε, όμως, τον άμεσο χωρισμό αλλά με μακρά μεταβατική περίοδο, για να μη δημιουργηθούν κοινωνικά προβλήματα. Γι’ αυτό και ήταν αντίθετος σε κάθε ξαφνική νομοθέτηση χωρισμού. Υποστήριζε, επίσης, όπως κι εγώ πάντοτε, τον μεγαλύτερο έλεγχο νομιμότητας της διοίκησης της εκκλησίας, κυρίως της οικονομικής διαχείρισης. Είναι γεγονός ότι αυτό ενοχλούσε την εκκλησία, διότι η θέληση του Τρίτση (και της κυβέρνησης αλλά κυρίως του Τρίτση γιατί εκείνος μελετούσε τότε αυτό το θέμα) ήταν να ελέγχονται τα οικονομικά της εκκλησίας, όπως προβλέπει το σύνταγμα, ώστε να υπάρχει πλήρης διαφάνεια.

Η άποψη Τρίτση ήταν ότι θα έπρεπε να επανέλθει το παλαιό χριστιανικό καθεστώς «κλήρου και λαού», ώστε οι επίτροποι των ενοριών και των εκκλησιαστικών συμβουλίων να εκλέγονται από τους ενορίτες χριστιανούς και από τον κλήρο. Αυτό βέβαια δεν ήθελε να τα ακούσει η εκκλησία. Αλλά για το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας υπήρχε πλήρης ταύτιση και στην επιστημονική θέση που εκπροσωπούσα εγώ τότε και την πολιτική που εκπροσωπούσε ο πρωθυπουργός, ο Ανδρέας Παπανδρέου, μαζί με τη σύμφωνη γνώμη του νομικού συμβούλου της εκκλησίας, του Γιώργου Λιλαίου, και φυσικά με τη σύμφωνη απόφαση και θέληση του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ.

Υπήρξε εκείνη την εποχή κάποια εμπλοκή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην υπόθεση της εκκλησιαστικής περιουσίας;

Οχι. Οι κανόνες που ρυθμίζουν τα περιουσιακά της εκκλησίας είναι διοικητικοί και δεν ανήκουν στους δογματικούς κανόνες για να έχει λόγο το πατριαρχείο. Δεν θα άλλαζε δηλαδή τίποτα στο δόγμα της Εκκλησίας. Επιχειρηματολόγησε επ’ αυτού ο μητροπολίτης Ανθιμος, ο οποίος θεωρούσε ότι με τη μερική εθνικοποίηση της πέρα του αναγκαίου μέτρου εκκλησιαστικής περιουσίας βλάπτεται και η λατρεία. Ομως δεν μπορούσε αυτό να στηριχτεί επιστημονικά, όπως δεν έχει υποστηριχτεί σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο. Αλλωστε νομικώς πάγια διακρίνονται οι διοικητικοί κανόνες από τους δογματικούς. Αυτός ο διάλογος, όπως είναι γνωστό, έγινε και τότε για τη μεταβίβαση της μοναστηριακής περιουσίας.

Υπό το βάρος ποιων πιέσεων αποπέμφθηκε από την κυβέρνηση ο Αντώνης Τρίτσης;

Ο Τρίτσης ήταν ένας οραματιστής πολύ σημαντικός. Αναγνώριζε πολύ το μυαλό του και τα οράματά του ο Ανδρέας Παπανδρέου. Αυτό το έζησα προσωπικώς. Ο Τρίτσης ήταν πολύ σημαντική και δραστήρια προσωπικότητα και είχε δημιουργήσει, όπως γίνεται πάντοτε σε τέτοιες περιπτώσεις, εχθρότητες που προέρχονταν από πρόσωπα που ήταν είτε χαμηλότερης πολιτικής αντίληψης είτε χαμηλού επιπέδου ρεαλιστές που δεν ήθελαν συγκρούσεις είτε –κυρίως– πρόσωπα των οποίων θίγονταν τα προσωπικά τους συμφέροντα.

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Τρίτσης ήταν εκείνος που έκανε το κτηματολόγιο, τα μεγάλα πολεοδομικά Ρυθμιστικά Σχέδια Αθηνών και Θεσσαλονίκης, που εφάρμοσαν εν μέρει οι επόμενες κυβερνήσεις, καθώς και το πολεοδομικό προσχέδιο και το προσχέδιο χρήσεων γης για όλη την Ελλάδα.

Αυτά όλα ήταν μια αδιαμφισβήτητα σωστή πολιτική ανάπτυξης της χώρας αλλά έθιγαν πολλά οικονομικά συμφέροντα. Γι’ αυτό υπήρχαν έντονες αντιδράσεις συμφερόντων. Η τρομερή αυτή εσωτερική και εξωτερική πίεση έκανε τον Ανδρέα Παπανδρέου να λυγίσει – αδικαιολόγητα, κατά τη γνώμη μου, βλέποντας το ζήτημα από τη σκοπιά του μεσοπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου συμφέροντος της Ελλάδας.

Όλων αυτών έχω άμεση γνώση, γιατί είχα προσωπική ομιλία για το ζήτημα αυτό με τον πρωθυπουργό, ο οποίος μου εμπιστεύθηκε το δύσκολο έργο να ειδοποιήσω τον Τρίτση για την απαλλαγή από τα κα θήκοντά του και να του μεταφέρω τη γνωστή επιστολή του που τον διαβεβαίωνε ότι «έγραψε ιστορία».

Η εκκλησία ήθελε να φύγει ο Τρίτσης;

Η εκτίμησή μου είναι: όχι, ούτε ο Σεραφείμ ούτε η τότε πλειοψηφία της Ιεραρχίας. Το ήθελε η άλλη πλευρά εντός της Ιεραρχίας, η οποία τασσόταν κατά του Σεραφείμ. Αυτοί που ήθελαν να φύγουν από την εξουσία το ΠΑΣΟΚ, ο Παπανδρέου και ο Τρίτσης. Ο Σεραφείμ, γνωρίζοντας ότι ο λαός στην πλειονότητά του ευνοούσε και ήθελε την κοινωνική αυτή χειρονομία της εκκλησίας, δέχτηκε να γίνει ο τηλεοπτικός διάλογος με τον δημοσιογράφο Βίκτωρα Νέτα, ο οποίος προσείλκυσε την προσοχή του πανελληνίου και ενίσχυσε τη θετική γνώμη της πλειονότητας του κοινωνικού συνόλου. Επομένως, η εκκλησιαστική περιουσία δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με αυτό το γεγονός.

Πολλοί λένε ότι ανέκρουσε πρύμναν ο Ανδρέας Παπανδρέου λόγω της πίεσης εκκλησιαστικών ή και πολιτικών παραγόντων.

Οχι, όχι. Ολα αυτά είναι αναληθή και ανόητα. Ηταν η αντίδραση συμφερόντων που ανέφερα. Ασφαλώς θα χάρηκε η μερίδα εκείνη της Ιεραρχίας που ήταν αντίθετη με την όλη πολιτική του Τρίτση, αλλά αυτό δεν είχε καμιά σχέση με το θέμα απαλλαγής του υπουργού από τα καθήκοντά του.

 

Θεωρείτε ώριμες σήμερα τις συνθήκες για να τεθεί εκ νέου το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας;

Το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας, αφού δεν λύθηκε τότε, θα υπάρχει όσο διατηρείται στη συνείδηση του λαού. Πάντως, το πρόβλημα αυτό πολιτικά έχει αμβλυνθεί σήμερα. Αυτό που παραμένει και θα παραμένει πάντοτε όσο οι θρησκείες και οι εκκλησίες έχουν κοινωνική ισχύ σε όλους τους λαούς είναι ο εκσυγχρονισμός της ρύθμισης σχέσεων πολιτείας και εκκλησίας σε επίπεδο ισότητας όλων των θρησκειών και θρησκευτικών πεποιθήσεων, γιατί η πίστη με κάθε κοινωνική μορφή της αποτελεί εγγενές στοιχείο του ανθρώπου και ανήκει στην αξία του ανθρώπου, την οποία ο πολιτικός πολιτισμός όλου του κόσμου έχει ανακηρύξει ως το ύψιστο αγαθό της ανθρωπότητας, που πρέπει κάθε πολιτική κοινωνία να το σέβεται και να το προστατεύει. Η κάθε θρησκεία ανήκει στους πιστούς της και ποτέ δεν πρέπει να υπερέχει κοινωνικά απέναντι σε άλλες, ούτε να αποτελεί –έστω και στο ελάχιστον– πηγή καταπίεσης ανθρώπου. Σ’ αυτήν τη βάση πρέπει να υπάρχει συνεχής διάλογος μεταξύ εκκλησίας και πολιτείας. Για να είναι έγκυρος, από απόψεως ηθικής και δικαίου, απαιτείται η πολιτεία να είναι ελεύθερη. Η Ελλάδα σήμερα δεν είναι ελεύθερη, ούτε κυβερνάται ελεύθερα, για να ξεκινήσει τέτοιο διάλογο.

HotDoc/Documento (τεύχος 157, 10.07.2018)

Συνέντευξη στην Παναγιώτα Μπίτσικα