Το Μνημόνιο συνιστά παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων

ΕΠΙΚΑΙΡΑ 8/7/2010

 

Καταπέλτης ο ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Γ. Κασιμάτης απαντά στις διαρροές της Κομισιόν ότι υπεράνω συμφωνιών και συνθηκών βρίσκεται η κοινοτική νομοθεσία και το Διεθνές Δίκαιο

Του Γιάννη Κορωναίου

 

Στεντόρεια απάντηση στις διαρροές της νομικής υπηρεσίας της Κομισιόν περί αδυναμίας προσβολής και ακύρωσης του Μνημονίου εν συνόλω ή μέρους του από ελληνικό ή διεθνές δικαστήριο δίνει ο ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Γιώργος Κασιμάτης μέσω των «Επικαίρων». Ο διακεκριμένος νομικός τονίζει ότι καμία συνθήκη ή συμφωνία δεν τίθεται υπεράνω της κοινοτικής νομοθεσίας, η οποία προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα, στα οποία εντάσσεται και η προστασία της ατομικής περιουσίας. «Ας βγει η Ε.Ε. και να πει ευθαρσώς ότι αναστέλλει την ισχύ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων οφείλει πρώτη απ’ όλους να τη σέβεται και να την τηρεί η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της» συμπληρώνει ο κ. Κασιμάτης.

 

Η πρόθεση της ΑΔΕΔΥ και της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτικών Συνταξιούχων να προσβάλλουν τις εκτελεστικές πράξεις της συνθήκης του Μνημονίου και της Δανειακής Σύμβασης, καταθέτοντας προσφυγές

είτε με τη μορφή αιτήσεων ακυρώσεως στο ΣτΕ είτε με αγωγές επιστροφής των χρημάτων που παρακρατήθηκαν από μισθούς και συντάξεις, θορύβησε τα ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων. Τα προηγούμενα 24ωρα, πηγές από τη Νομική Υπηρεσία της Κομισιόν διέρρεαν ότι κανένα δικαστήριο, ελληνικό ή διεθνές, δεν μπορεί νομικά να ακυρώσει στο σύνολό ή τμήμα του Μνημονίου. Το σκεπτικό της Ευρωπαϊκής Νομικής Υπηρεσίας συνίσταται στο ότι η συμφωνία Ελλάδας, ΕΚΤ, ΔΝΤ και δανειστριών χωρών είναι μια διεθνής συμφωνία και ως εκ τούτου αποτελεί μέρος του κοινοτικού κεκτημένου, δηλαδή της κοινοτικής νομοθεσίας. Επομένως, σε όποιο δικαστήριο προσφύγει συνδικάτο ή κάποιος εργαζόμενος θα τεθεί προδικαστικό ερώτημα σχετικά με τη συνταγματικότητα της συμφωνίας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Αυτό, όπως υποστηρίζουν οι πηγές από το Στρασβούργο, θα αποφανθεί ότι η συμφωνία είναι τμήμα του κοινοτικού κεκτημένου, της κοινοτικής νομοθεσίας που υπερέχει της ελληνικής και του Συντάγματός μας, και δεν μπορεί να ακυρωθεί.

Κι εδώ έρχεται η παρέμβαση του ομότιμου καθηγητή του Συνταγματικού Δίκαιου Γιώργου Κασιμάτη για να ανατρέψει τους ισχυρισμούς της Κομισιόν, αφού δεν μπορεί να αποτελεί τμήμα της κοινοτικής νομοθεσίας μια συμφωνία, όροι της οποία αντίκεινται στους υφιστάμενους νόμους της, που προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, στη συγκεκριμένη περίπτωση το δικαίωμα της ατομικής περιουσίας. «Κάνει λάθος η Κομισιόν» λέει στα «Επίκαιρα» ο κ. Κασιμάτης. «Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως έχει επικυρωθεί από το Δικαστήριο του Στρασβούργου και έχει ερμηνευτεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υπερέχει των συνθηκών. Δεν μπορούν να παραβιαστούν ανθρώπινα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τις διεθνείς συμβάσεις εξαιτίας της συνθήκης που υπέγραψε η Ελλάδα. Ας βγει η Ε.Ε. και να πει ευθαρσώς ότι αναστέλλει την ισχύ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων οφείλει πρώτη απ’ όλους να τη σέβεται και να την τηρεί η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει νομολογήσει ότι η Ε.Ε. δεσμεύεται από την προστασία των δικαιωμάτων και το μέρος της ατομικής περιουσίας που διασφαλίζει το Διεθνές Δίκαιο, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αλλά και οι υπόλοιπες σχετικές διεθνείς συμβάσεις. Αυτά όλα συναποτελούν και εθνικό δίκαιο, το οποίο είναι υποχρεωμένα, τα ελληνικά δικαστήρια στην περίπτωσή μας, να εφαρμόζουν».

Κατάφωρη παραβίαση των παραπάνω συνθηκών, που αφορούν στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συνιστούν όλες οι περικοπές συντάξεων, μισθών και επιδομάτων. Είναι πάγια η νομολογία του Στρασβούργου, βάσει του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που σημειώνει ότι «οποιοδήποτε οικονομικό δικαίωμα στηρίζεται με νόμο, είναι περιουσιακό δικαίωμα και υπάγεται στην προστασία της ιδιοκτησίας και της περιουσίας». Αυτήν τη νομολογία έχει υιοθετήσει από το 1998, με την απόφαση 40, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. «Την προστασία του περιουσιακού δικαιώματος έχει αποδεχθεί πλήρως το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε με δηλώσεις είτε μέσα από τη Συνθήκη της Λισαβόνας είτε με τη νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» σημειώνει ο κ. Κασιμάτης.

 

Και η κοινοτική νομοθεσία υπόκειται στο Διεθνές Δίκαιο

 

Η κοινοτική νομοθεσία υπερισχύει της εθνικής νομοθεσίας, αλλά με τη σειρά της υπόκειται και στους νόμους του Διεθνούς Δικαίου. Ο ομότιμος καθηγητής εξηγεί πώς συνεφαρμόζονται οι νομοθεσίες. «Η κοινοτική νομοθεσία υπερέχει των εθνικών αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εφαρμόζεται πάγια από την Ε.Ε. Δηλαδή, μπορεί σε περιπτώσεις να εφαρμόζεται το Σύνταγμά μας σε σχέση με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, όμως στην πράξη, όπως έχει γίνει αποδεκτό απ’ όλα τα κράτη μέλη, το κοινοτικό Δίκαιο υπερέχει των εθνικών συνταγμάτων, είναι υπερκείμενο Δίκαιο. Αυτό, όμως, σημαίνει και πρέπει να δοθεί προσοχή, ότι το κοινοτικό Δίκαιο δεν μπορεί να παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο».

Το ότι η Συνθήκη του Μνημονίου και η Δανειακή Σύμβαση δεσμεύουν την Ελλάδα στο εξωτερικό είναι δεδομένο, ωστόσο δε μπορούν να τη δεσμεύσουν για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως σημειώνουν κορυφαίοι συνταγματολόγοι.

Τον χαρακτήρα του Μνημονίου ως «κυβερνητική και όχι διοικητική πράξη» προβάλλουν επίσης οι πηγές της Κομισιόν για να ενισχύσουν την επιχειρηματολογία τους για αδυναμία προσβολής του από οποιοδήποτε δικαστήριο. Ως κυβερνητική πράξη, όμως, πέρασε ως νόμος του Κράτους, με τρόπο που συνιστά παραβίαση του Συντάγματος. «Το Μνημόνιο, έτσι όπως έχει μεθοδευτεί, είναι ένας νόμος» λέει ο κ. Κασιμάτης. «Κανονικά, έπρεπε η Συνθήκη του Μνημονίου και η Δανειακή Σύμβαση, που υπέγραψε η κυβέρνηση και η Ε.Ε., να κυρωθούν με νόμο από τα 3/5 της Βουλής. Επειδή, όμως, η κυβέρνηση είδε ότι δεν έχει τα 3/5, δεν έκανε κύρωση των συνθηκών, αλλά πήρε το περιεχόμενο του Μνημονίου και το έκανε νόμο. Ο νόμος δεν προσβάλλεται, αλλά οι πράξεις που θα βγουν προς εφαρμογή βεβαίως και προσβάλλονται».

Σε ό,τι αφορά στη διαδικασία εκπόνησης και κατάθεσης των προσφυγών από τις συνδικαλιστικές ενώσεις, και σε συνεργασία με το ΔΣΑ, συνεχίζεται η μελέτη των όρων του Μνημονίου και το φάσμα των υποχρεώσεων που προκύπτουν από αυτό, εξετάζεται η κάθε κατηγορία ξεχωριστά και εντοπίζονται οι παντός είδους ασυμβατότητες που έχει είτε με το Σύνταγμα, είτε με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1952, αλλά και με τη νομολογία του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου.

 

Δικαστήρια και για τα εργασιακά – ασφαλιστικά

Αντικείμενο δικαστικής διένεξης, με αφορμή το Μνημόνιο, θα αποτελέσουν και οι βίαιες ανατροπές στα ασφαλιστικά – εργασιακά κεκτημένα. Σύμφωνα με κορυφαίους νομικούς, το δικαίωμα της περιουσίας, που εκτός από το Ελληνικό Σύνταγμα προστατεύεται και από το πρώτο άρθρου του πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, θίγεται και στο υπό κατάθεση νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Ασυμβατότητα και αντισυνταγματικότητα εντοπίζονται στα άρθρα που αφορούν στη μείωση των αποζημιώσεων απόλυσης αλλά και στην άρση του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, κατά παράβαση και της κοινοτικής νομοθεσίας και των σχετικών διεθνών συνθηκών.

Η επιτροπή του ΔΣΑ σκέφτεται να προσφύγει στο ΣτΕ αλλά και σε πολιτικά δικαστήρια και για την αναπροσαρμογή των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης αλλά και για τη μείωση των αποδοχών στους νεοπροσλαμβανόμενους, προκειμένου να τεθεί προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΚ.