Διατύπωση Γνώμης για την Παραγραφή των Ποινικών Αδικημάτων των Κυβερνητικών Οργάνων της ΙΓ' Περιόδου

(Εν όψει της συζήτησης για τη δίωξη του Γ. Παπακωνσταντίνου - Δόθηκε στο Βουλευτή Π. Κουρουμπλή για κατάθεση στη Βουλή για χρήση των Βουλευτών – 7.1.2013)

 

ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΓΝΩΜΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ
ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ
ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΤΗΣ ΙΓ΄ΠΕΡΙΟΔΟΥ
Γιώργου Κασιμάτη
Ομ. Καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου
Στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Α. ΤΑ ΚΡΙΣΙΜΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΌΤΑ
1. Τα ποινικά αδικήματα κυβερνητικών οργάνων για τα οποία τίθεται
το ζήτημα παραγραφής είναι εκείνα που τελέσθηκαν κατά τη διάρκεια της ΙΓ΄ Βουλευτικής Περιόδου, δηλαδή από τις 4.10.2009 (ημερομηνία των γενικών εκλογών από τις οποίες προήλθε η εν λόγω Περίοδος) μέχρι και την μέχρι και την προηγούμενη ημέρα των επόμενων γενικών εκλογών, στις 5.5.2012 (άρθρο 53 § 1 Σ).
2.   Με  το  π.δ.  40/11.4.2012  (ΦΕΚ Α΄ 90/11.4.20120)  διαλύθηκε  η Βουλή της ΙΓ΄ Βουλευτικής Περιόδου, προκηρύχθηκαν οι επόμενες γενικές εκλογές για τις 6.5.2012 και  ορίστηκε η σύγκληση της νέας Βουλής για τις 17.5.2012. Από τις γενικές εκλογές της 6.5.2012 προήλθε η ΙΔ΄ Βουλευτική Περίοδος. Με τις εν λόγω εκλογές δεν εξελέγη κόμμα που να διαθέτει στη Βουλή την πλειοψηφία των εδρών, ώστε να του ανατεθεί, σύμφωνα με το άρθρο 37 § 1 Σ,  ο σχηματισμός  κυβέρνησης, οπότε ακολουθήθηκε η διαδικασία του άρθρου 37 §§ 2 και 3 Σ των διερευνητικών εντολών. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αφού ακολούθησε τη διαδικασία αυτή και μετά τη διαπίστωση ότι δεν μπορούσε να σχηματιστεί κυβέρνηση που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, προχώρησε στην ανάθεση της διενέργειας νέων εκλογών σε υπηρεσιακή κυβέρνηση, διαλύοντας τη Βουλή. Η διάλυση της Βουλής είναι, σ’ αυτή την περίπτωση, υποχρεωτική, σύμφωνα με το Σύνταγμα.
3. Παράλληλα  με  τη  διερευνητική  διαδικασία,  η  νέα  Βουλή  που εκλέχθηκε στις 6.5.2012 συνήλθε σε πρώτη συνεδρίαση στις 17. 5. 2012, οπότε άρχισε και η Α΄ Σύνοδος, όπως είχε ορίσει το υπ’ αριθμ. 40/11.4.2012 διάταγμα διάλυσης της προηγούμενης Βουλής. Αφού ορκίστηκαν, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής, οι εκλεγέντες Βουλευτές, η νέα Βουλή, αφού εξέλεξε κατά τη Β΄ Συνεδρίαση τον Πρόεδρο της Βουλής, κατά τη Συνεδρίαση Γ΄ στις 18.5.2012, εξέλεξε τα μέλη του Προεδρείου της Βουλής. (Βλ. Πρακτικά της Βουλής της 18.5.2012) . Η Βουλή της ΙΔ΄ Βουλευτικής Περιόδου διαλύθηκε στις 19.5.2012, με το υπ’ αριθ. π.δ. 72\2012 (ΦΕΚ Α 125\19.5.2012), με το οποίο προκηρύχθηκαν γενικές εκλογές για τις 17.6.2012 και ορίσθηκε η σύγκληση της νέας Βουλής της ΙΕ΄ Βουλευτικής Περιόδου για τις 28.6.2012, η οποία βρίσκεται σήμερα στη Β΄ Τακτική Σύνοδο.
4. Από τα προαναφερόμενα γεγονότα προκύπτει ότι η ΙΔ΄ Βουλευτική
Περίοδος διήρκεσε από τις 6.5.2012 μέχρι τις 18.5.2012, λειτούργησε δε, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής, δύο ημέρες για την ορκωμοσία των Βουλευτών και την εκλογή Προέδρου και μελών του Προεδρείου, οι οποίες αποτέλεσαν και τη συνολική διάρκεια της Α΄ Συνόδου.

Β. ΝΟΜΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

  1. Η προθεσμία που ορίζει το Σύνταγμα στο άρθρο 86 § 3 εδ. ε, για την άσκηση δίωξης κατά μελών της κυβέρνησης και υφυπουργών είναι αποσβεστική προθεσμία. Η εν λόγω προθεσμία ορίζει το χρόνο άσκησης της αρμοδιότητας της Βουλής, την οποία καθορίζει το άρθρο 86 § 1 (άσκηση δίωξης κατά πρόσωπων που διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους).
  2. Η έννοια της αποσβεστικής προθεσμίας είναι ότι συνιστά το νομοθετικά (εδώ: συνταγματικά) καθορισμένο χρόνο πραγματικής δυνατότητας άσκησης δικαιώματος ή δημοσίου δικαίου αρμοδιότητας (όπως είναι στην προκείμενη περίπτωση).
  3. Από την εξέταση του θεσμού της αποσβεστικής προθεσμίας σε όλους τους κλάδους του δικαίου διαπιστώνει κάνεις δύο πράγματα, χρήσιμα για το ζήτημά μας: (α) Ότι οι αποσβεστικές προθεσμίες προϋποθέτουν πάντοτε πραγματικό χρόνο που παρέχει πραγματική δυνατότητα δράσης του υπόχρεου υποκειμένου (πρόσωπου ή οργάνου). (β) Ότι η ανωτέρα βία ή η αντικειμενική αδυναμία δράσης αποτελεί πάντοτε λόγο αναστολής της αποσβεστικής προθεσμίας –αρχή που ισχύει και στο θεσμό της παραγραφής. Ενδεικτικό και των δύο αυτών δεδομένων της πράξης είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις αναστέλλεται ακόμη και σε διακοπές και αργίες (που δημιουργούν νομική ή ηθική αδυναμία ενέργειας) η προθεσμία εντός της οποίας μπορούν να ενεργήσουν τα αρμόδια όργανα ή τα δικαιούμενα πρόσωπα.
  4. Με βάση την παραπάνω πάγια πρακτική, αποτελεί γενική αρχή του δικαίου (που ισχύει και για το δημόσιο δίκαιο) ότι η αποσβεστική προθεσμία συνιστά προθεσμία  πραγματικής δυνατότητας άσκησης δικαιώματος ή αρμοδιότητας και ότι αναστέλλεται λόγω ανωτέρας βίας ή αντικειμενικής αδυναμίας να ασκηθεί το σχετικό δικαίωμα ή η σχετική αρμοδιότητα.
  5. Με βάση αυτή την αρχή, η μη λήψη υπ’ όψιν γεγονότος ανωτέρας βίας ή αντικειμενικής αδυναμίας για αναστολή αποσβεστικής προθεσμίας έρχεται σε αντίθεση με το δίκαιο, γιατί, στην ουσία, το γεγονός αυτό αναιρεί εν όλω ή εν μέρει  τη δυνατότητα άσκησης δικαιωμάτων, λειτουργημάτων και αρμοδιοτήτων που θεσπίζει το δίκαιο, καθώς και την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου.
  6. Στην υπό κρίσιν περίπτωση, ο προσδιορισμός του χρόνου δεν είναι ημερολογιακός, αλλά με βάση τις μονάδες λειτουργίας της Βουλής: περίοδος και σύνοδος. Συνεπώς, η αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 86 § 3 εδ. ε διατρέχει από την ημερομηνία τέλεσης του ποινικού αδικήματος μέχρι την ημερομηνία λήξης της Β΄ συνόδου της επόμενης βουλευτικής περιόδου.

Γ. ΕΡΜΗΝΕΊΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ
Με  βάση τα  παραπάνω  πραγματικά και νομικά  δεδομένα ερχόμαστε
στην ερμηνεία της εφαρμοστέας διάταξης του άρθρου 86 § 3 εδ. ε. Όπως κάθε ερμηνεία εφαρμογής, έτσι και η προκείμενη είναι προορισμένη από το ίδιο το δίκαιο και τη λογική του δικαίου να αναζητήσει το πραγματικό και ουσιαστικό νόημα των διατάξεων που πρόκειται να εφαρμοστούν στη συγκεκριμένη περίπτωση.  Με αυτή την αρχή ως αφετηρία, διατυπώνομε τις ακόλουθες σκέψεις:

  1. Η γενικώς κρατούσα στη σύγχρονη νομική επιστήμη άποψη ως προς την «ερμηνεία εφαρμογής» είναι ότι αφετηρία κάθε ερμηνείας  νομικής διάταξης είναι η γλωσσική της διατύπωση, για να προχωρήσει αμέσως μετά στην προσέγγιση του ουσιαστικού νοήματος της διάταξης.
  2. Η διατύπωση των εφαρμοστέων συνταγματικών διατάξεων έχει ως έξης:

α. Άρθρο 86 § 1 εδ. α: «Μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει.»
β. Άρθρο 86 § 3 εδ. ε: «Η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος.»

  1. Από τη γραμματική διατύπωση των διατάξεων προκύπτει ότι η χρονική διάρκεια της αποσβεστικής προθεσμίας για την άσκηση δίωξης κατά μελών της Κυβέρνησης και Υφυπουργών της ΙΓ΄ Βουλευτικής Περιόδου αρχίζει από το χρόνο τέλεσης του ποινικού αδικήματος κατά το χρόνο της ίδιας Περιόδου μέχρι το τέλος της Β΄ Συνόδου της επόμενης  ΙΔ΄ Βουλευτικής Περιόδου.
  2. Στη γραμματική διατύπωση που προσδιορίζεται το καταληκτικό μέρος της αποσβεστικής προθεσμίας υπάρχουν δύο κρίσιμες φράσεις: «το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου» και «της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος». Το νόημα είναι σαφές: Η αποσβεστική προθεσμία λήγει με το πέρας της δεύτερης συνόδου της βουλευτικής περιόδου που ακολουθεί τη βουλευτική περίοδο κατά την οποία τελέστηκε το ποινικό αδίκημα και όχι το σε οποιοδήποτε χρόνο πέρας της βουλευτικής περιόδου. Είναι, επομένως, σαφές ότι ο συντακτικός νομοθέτης αντικειμενικά θέλησε ως πέρας της αποσβεστικής προθεσμίας το τέλος της Β΄ Συνόδου και όχι το οποτεδήποτε πέρας της βουλευτικής περιόδου. Αν ήθελε ή αν ήταν λογικό να εννοεί το δεύτερο, θα έθετε, όπως είθισται στη νομοτεχνική πρακτική, αντί της φράσης «μέχρι το πέρας της δεύτερης συνόδου», τη φράση: «μέχρι το κατά οποιοδήποτε χρόνο πέρας» ή κάποια άλλη ταυτόσημη φράση ή, έστω, μόνο «μέχρι το πέρας» (της βουλευτικής περιόδου κ.λπ.). Επομένως, σύμφωνα με το γράμμα, για τη λήξη της αποσβεστικής προθεσμίας, είναι απαραίτητες οι δύο πρώτες σύνοδοι της επόμενης από την τέλεση των αδικημάτων βουλής.
  3. Στην προκείμενη περίπτωση: η βουλευτική περίοδος που ακολούθησε την περίοδο τέλεσης του αδικήματος είναι η ΙΔ΄ Περίοδος -δηλαδή εκείνη που προήλθε από τις εκλογές της 6.5.2012. Για να λήξει η αποσβεστική προθεσμία της υπό κρίσιν περίπτωσης έπρεπε, όπως υπογραμμίσαμε, να ολοκληρωθεί η Α΄ και η Β΄ Σύνοδος της Περιόδου. Η διάρκεια του χρόνου της προθεσμίας αυτής δεν μπορούσε, συνεπώς,  να είναι μικρότερη από δέκα μήνες, αφού η ελάχιστη επιτρεπτή διάρκεια κάθε συνόδου είναι, σύμφωνα με το άρθρο 64 § 2, πέντε μηνών.
  4. Σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερόμενα δεδομένα, η μεν διάρκεια της ΙΔ΄ Βουλευτικής Περιόδου ήταν από τις 6.5.2012 (γενικές εκλογές ανάδειξής της) μέχρι τις 17.6.2012 (γενικές εκλογές ανάδειξης της επόμενης Βουλής), η δε διάρκεια της κατά το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής λειτουργίας της και της Α΄ Σύνοδου άρχισαν με την ημερομηνία σύγκλησης της Βουλής στις 17.5.2012 και διακόπηκε με το π.δ. διάλυσης της Βουλής της 19.5.2012.
  5.  Με αυτά τα δεδομένα, η Βουλή κατέστη δυνατό να λειτουργήσει δύο ημέρες σε τρεις Συνεδριάσεις, κατά τις οποίες ανακοινώθηκαν τα ονόματα των εκλεγέντων Βουλευτών, έγινε η ορκωμοσία τους  και εξελέγησαν ο Πρόεδρος και τα μέλη του Προεδρείου της νέας Βουλής. Σύμφωνα μεν με το Σύνταγμα η διάλυση της Βουλής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ήταν υποχρεωτική, χωρίς καμία δυνατότητα παράτασης της λειτουργίας της, σύμφωνα δε με τον Κανονισμό της Βουλής (άρθρα 1, 3, 7 και 8), το Αντιπροσωπευτικό Σώμα δεν είχε δυνατότητα, κατά τη διάρκεια των δύο ημερών λειτουργίας του να ασχοληθεί με άλλα έργα. Συνεπώς, από τις δύο πρώτες Συνόδους της ΙΔ΄ Βουλευτικής Περιόδου, που απαιτεί το Σύνταγμα για την άσκηση ποινικής δίωξης   κατά κυβερνητικών οργάνων της προηγούμενης Περιόδου, η μεν Α΄ Σύνοδος αντικειμενικά δεν μπορούσε να λειτουργήσει παρά μόνο  δύο ημέρες, κατά τις οποίες ήταν αδύνατη η άσκηση της αρμοδιότητας του άρθρου 86 §§ 1 επ.,  η δε Β΄ Σύνοδος ούτε ορίστηκε, ούτε υπήρξε, ούτε μπορούσε να υπάρξει.
  1. Εδώ ακριβώς τίθεται το ζήτημα, αν με τη λήξη της ΙΔ΄ Βουλευτικής Περιόδου επήλθε και λήξη της αποσβεστικής προθεσμίας για την άσκηση της ποινικής δίωξης του άρθρου 86 § 1 Σ.  Πάνω σ’ αυτό το ζήτημα έχω να διατυπώσω τις έξης σκέψεις:

α. Με βάση τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 86 § 3 εδ. ε, την οποία αναπτύξαμε πιο πάνω, η βουλευτική περίοδος που άρχισε «μετά την τέλεση του αδικήματος» έληξε, χωρίς όμως να λειτουργήσουν οι δύο πρώτες Σύνοδοι που ήταν προορισμένες για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων της Βουλής και, μεταξύ αυτών, και της αρμοδιότητας για την άσκηση της ποινικής δίωξης. Επομένως, η αποσβεστική προθεσμία ούτε κατά το γράμμα της σχετικής διάταξης δεν καλύφθηκε, Η αδυναμία δε να λειτουργήσουν οι δυο Σύνοδοι ήταν αντικειμενική, αφού, όπως αναφέραμε, την προκάλεσε η υποχρεωτική διάλυση της Βουλής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, σύμφωνα με το Σύνταγμα. Έτσι, άποψη σύμφωνα με την οποία έληξε η αποσβεστική προθεσμία με τη λήξη της Βουλευτικής Περιόδου χωρίς τη δυνατότητα  λειτουργίας τακτικών συνόδων «για τα ετήσια έργα της Βουλής»  με ελάχιστο χρόνο πέντε μηνών η κάθε μια (άρθρο 64 Σ) δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε σε γραμματική ερμηνεία της σχετικής διάταξης.
β. Κατόπιν αυτού, η γραμματική αυτή ερμηνεία της παραπάνω διάταξης του άρθρου 86 § 3 εδ. ε πρέπει να επιβεβαιωθεί και με ερμηνεία με βάση το σκοπό της σε συνδυασμό με το ουσιαστικό της περιεχόμενο (τελολογική ερμηνεία). Με βάση την τελολογική ερμηνεία,  η οποία, σύμφωνα με τη γενικώς κρατούσα θέση στη νομική επιστήμη,  αποτελεί και την πιο αξιόπιστη ερμηνεία, παρατηρούμε τα εξής:
(α) Η διάταξη καθορίζει, όπως αναφέραμε, αποσβεστική προθεσμία με σκοπό να δώσει στη Βουλή  χρόνο πραγματικής δυνατότητας για την άσκηση της ποινικής δίωξης.
(β) Ο χρόνος αυτός δεν περιορίζεται στη Βουλευτική Περίοδο τέλεσης των αδικημάτων: πρώτον, γιατί είναι υπερβολικά βραχύς (τα αδικήματα μπορεί να τελεσθούν και τις τελευταίες μέρες της Περιόδου, οπότε θα υπάρχει και πλήρης αδυναμία εγέρσεως κατηγορίας) και δεύτερον, η αντικειμενικότητα κρίσης αυτής της Βουλής είναι μειωμένη, λόγω του ότι οι ύποπτοι Υπουργοί ή Υφυπουργοί είναι κομματικά είτε συμπολιτευόμενοι είτε αντιπολιτευόμενοι προς τα μέλη της Βουλής που θα αποφασίσουν την έγερση της κατηγορίας, με κίνδυνο αντίστοιχης ευνοϊκής ή δυσμενούς μεροληψίας. Συνεπώς, για τους δύο αυτούς λόγους επιβαλλόταν αντικειμενικά στο συντακτικό νομοθέτη  να παράσχει στην επόμενη Βουλή πραγματική δυνατότητα ωφέλιμου χρόνου, για να μπορεί να  ασκήσει ποινική δίωξη.
(γ) Για την πραγματική δυνατότητα εκπλήρωσης αυτού του σκοπού, απαιτείται ή είναι ευλόγως επαρκής, κατά την κοινή πείρα και βάσει της αρχής της χρονικής αναγκαιότητας (ειδική αρχή της αρχής της αναλογικότητας), χρόνος δυο βουλευτικών συνόδων. Επομένως, οι δύο πρώτες βουλευτικές σύνοδοι της επόμενης βουλής ικανοποιούν για την εκπλήρωση του βασικού σκοπού της αρμοδιότητάς της: και τη λειτουργική και ουσιαστική καταλληλότητά της και την αναγκαιότητα ως προς τη χρονική της διάρκεια, που απαιτεί η γενική αρχή της αναλογικότητας.
(δ) Σύμφωνα με τα παραπάνω, κατά την κοινή λογική και τη λογική του δικαίου -που απαιτεί η τελο-λογική ερμηνεία-  προκύπτει ότι κρίσιμος για την εκπλήρωση του σκοπού της διάταξης είναι ο χρόνος πραγματικής λειτουργίας των δύο πρώτων Συνόδων της επόμενης της τέλεσης των αδικημάτων Βουλής και όχι η τυπική Βουλευτική Περίοδος χωρίς βουλευτικές συνόδους: Από τη στιγμή που, λόγω της υποχρεωτικής κατά το Σύνταγμα διάλυσης της Βουλής από το αρμόδιο συνταγματικό όργανο, κατέστη αδύνατη η λειτουργία τους, κατέστη αδύνατη και η λειτουργία της Βουλευτικής Περιόδου για την άσκηση της υπό κρίσιν αρμοδιότητας.

  1. Η παραπάνω τελολογική ερμηνεία ενισχύεται και από τη συστηματική ερμηνεία, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 86 § 3 εδ. ε ανήκει στο σύστημα των διατάξεων περί ευθύνης υπουργών του Συντάγματος, και ως εκ τούτου είναι επιτρεπτή η ερμηνεία που διευκολύνει την άσκηση της αρμοδιότητας της Βουλής να ασκεί την ποινική δίωξη κατά κυβερνητικών οργάνων και όχι να την δυσχεραίνει, όπως θα ήταν η ερμηνεία που θα αποδεχόταν την έννοια της βουλευτικής περιόδου χωρίς λειτουργία συνόδων.
  2. Η τελολογική ερμηνεία ενισχύεται, τέλος, και από την ερμηνεία λογικής του δικαίου, η οποία δεν μπορεί να οδηγήσει ad absurdum (εις άτοπον). Εάν γίνει δεκτό ότι η αποσβεστική προθεσμία έληξε με τη λήξη της ΙΔ΄ Βουλευτικής Περιόδου, τα ποινικά αδικήματα που θα τελούνταν λίγες μέρες πριν από την ημερομηνία διάλυσης της προηγούμενης Βουλής, της Βουλής της ΙΓ΄ Βουλευτικής Περιόδου, καθώς και εκείνα που θα τελούνταν μετά τη διάλυση της εν λόγω Βουλής και πριν από τη λήξη της Βουλευτικής Περιόδου, θα έμεναν, από τη στιγμή της τέλεσής τους, ακαταδίωκτα και, σύμφωνα με το νόμο περί Ευθύνης Υπουργών, μη αξιόποινα, τα μεν πρώτα λόγω πρακτικής, τα δε δεύτερα λόγω απόλυτης αδυναμίας δίωξης τους. Ένας τέτοιος παραλογισμός θα ήταν απολύτως ασυμβίβαστος προς τη θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου, με την οποία δεν μπορεί να συμβιβαστεί αυθαίρετη ερμηνεία και μάλιστα τέτοια που να καταλύει την εφαρμογή του εφαρμοστέου δικαίου. 
  3. Σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν, η άποψη που θα δεχόταν ότι η αποσβεστική προθεσμία έληξε με την πάροδο της ΙΔ΄ Βουλευτικής Περιόδου είναι, κατά τη γνώμη μου, συνταγματικά αβάσιμη για του έξης λόγους:

α. Θα ερχόταν σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 86 § 3 εδ. ε η οποία  ορίζει τις δύο Συνόδους της Βουλευτικής Περιόδου που ακολουθεί εκείνη της τέλεσης των αδικημάτων ως χρόνο πραγματικής δυνατότητας άσκησης της αρμοδιότητας της Βουλής να ασκήσει δίωξη κατά των κυβερνητικών οργάνων της προηγούμενης Περιόδου, γιατί θα καταργούσε τον κρίσιμο χρόνο των δύο Βουλευτικών Περιόδων, που είναι, βάσει του σκοπού της διάταξης, αναγκαίος για την άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας.
β. Θα οδηγούσε στο άτοπο (absurdum) που αναφέραμε πιο πάνω: να μείνουν ποινικά αδικήματα  από την τέλεσή τους χωρίς δυνατότητα δίωξης και μη αξιόποινα!

  1.  Καταλήγοντας, επισημαίνω ότι η άποψη που, ενδεχομένως,  θα διατυπωνόταν, σύμφωνα με την οποία τα ποινικά αδικήματα της ΙΓ΄ Βουλευτικής Περιόδου παρεγράφησαν με τη λήξη της ΙΔ΄ Βουλευτικής Περιόδου δεν είναι απλώς συνταγματικώς αβάσιμη αλλά, κατά τη γνώμη μου, και αντίθετη στο δίκαιο. Και τούτο, γιατί, με βάση πολλά από τα παραπάνω επιχειρήματα θεμελιώνουν αυτή την αντίθεση στο δίκαιο (αντίθεση: στο γράμμα, στην αρχή του κράτους, στην αρχή της αναλογικότητας). Δεν πρόκειται, με άλλες λέξεις, για μια εναλλακτική ερμηνευτική εκδοχή, που δεν αντίκειται σε θεμελιώδεις κανόνες δικαίου. Αυτό έχει πρακτική σημασία, γιατί η αντίθετη προς το δίκαιο ερμηνευτική εκδοχή δεν μπορεί να εφαρμοστεί  υπέρ του κατηγορούμενου ως η ευνοϊκότερη ερμηνεία. Η αρχή αυτή προϋποθέτει, η ευνοϊκότερη ερμηνευτική εκδοχή να είναι σύμφωνη με το δίκαιο. Διαφορετικά θα μπορούσε κάνεις να κατασκευάζει αβάσιμες κατά το δίκαιο  εκδοχές εις όφελος των κατηγορούμενων με παράκαμψη του δικαίου.

Μα βάση τις παραπάνω σκέψεις, η αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 86 § 3 εδ. ε ανεστάλη με τη διάλυση της Βουλής της ΙΔ΄ Βουλευτικής Περιόδου, επανενεργοποιήθηκε με την έναρξη της Α΄ Τακτικής Συνόδου της ΙΕ΄ Βουλευτικής Περιόδου και θα λήξει με το πέρας της τρέχουσας Β Τακτικής Συνόδου.

Κύθηρα, 7 Ιανουαρίου 2013