Οι Συμφωνίες Δανεισμού της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο

 

 

1. Οι Συμφωνίες Δανεισμού – Μεθόδευση σύναψης και παράκαμψης της Βουλής

Οι συμφωνίες δανεισμού της Ελλάδας (Συμφωνίες Δανεισμού) από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), καθώς και τα πρώτα νομοθετικά μέσα επιβολής στον ελληνικό λαό των μέτρων που περιέχουν για την εξυπηρέτηση των δανείων και την κατεύθυνση της πολιτικής αντιμετώπισης της κρίσης συνιστούν ένα μόρφωμα κειμένων και μια σύνθεση δραστηριοτήτων που αποκαλύπτουν μια πρωτόγνωρη μεθόδευση συνομολόγησης διεθνών συμβάσεων άσκησης αρμοδιοτήτων οργάνων του πολιτεύματος. Στο πλαίσιο αυτής της μεθόδευσης παρατηρούμε τα ακόλουθα:

Στη Βουλή των Ελλήνων εκκρεμεί μέχρι σήμερα σχέδιο νόμου με ημερομηνία 3 Ιουνίου 2010 και με τίτλο «Κύρωση της από 8 Μαΐου 2010 Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης μεταξύ αφ’ ενός της Ελληνικής Δημοκρατίας ως δανειολήπτη (στο εξής: Δανειολήπτης) και αφ’ ετέρου των λοιπών δεκατεσσάρων κρατών-μελών της Ευρωζώνης και του KfW ως δανειστών (στο εξής: Δανειστές), καθώς και του από 10 Μαΐου 2010 «Διακανονισμού χρηματοδότησης αμέσου ετοιμότητας από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο – Συμμετοχή της Ελλάδας στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης». Οι διεθνείς συμβάσεις που περιλαμβάνει το εν λόγω νομοσχέδιο είναι τρεις: α) η «Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης» μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και των κρατών-μελών της Ευρωζώνης της 8.5.2010, 80.000.000.000 € (στο εξής: Σύμβαση)· β) το με ημερομηνία 3.5.2010 και τίτλο «Μνημόνιο Συνεννόησης» μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που ενεργεί για λογαριασμό των κρατών-μελών της Ευρωζώνης (στο εξής «Μνημόνιο»), το οποίο περιλαμβάνει: το Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, το Μνημόνιο στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και το Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης· 3) η Συμφωνία μεταξύ Ελληνικής Δημοκρατίας και Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), με την οποία εγκρίνει το ΔΝΤ το όλο πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης. Στις δύο πρώτες Συμφωνίες περιλαμβάνεται η σύμβαση που συνομολογήθηκε μεταξύ των Δανειστών για τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά τους από τη Σύμβαση και ένας αριθμός Παραρτημάτων με διάφορες λεπτομερειακές ρυθμίσεις διαδικασιών, όρων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. Επισημαίνεται ότι το Μνημόνιο της 3.5.2010 κατέστη διεθνής σύμβαση με τη σύνδεσή του με τη Σύμβαση της 8.5.2010 και ότι οι Συμφωνίες Δανεισμού με τα Παραρτήματά τους αλληλοσυνδέονται και αλληλεξαρτώνται κατά τρόπο ώστε να ισχύουν ως ενιαίο σύστημα διεθνούς σύμβασης, χωρίς η ισχύς της μιας να διαχωρίζεται από την ισχύ των άλλων. Πρόκειται, δηλαδή, για συμφωνίες που, ως προς όλους τους όρους τους και όλες τις ρυθμίσεις τους δεσμεύουν, σύμφωνα με ρητές διατάξεις τους, την Ελλάδα και τους αντισυμβαλλόμενους εταίρους της. Δεν πρέπει, λοιπόν, να παραπλανήσει ο τίτλος «Μνημόνιο Συνεννόησης», ο οποίος αρχικά ήταν απλή πολιτική συμφωνία και χρησιμοποιείται, συνήθως, σε συμφωνίες καθαρά πολιτικές και όχι δεσμευτικές.Το παράξενο και αντισυνταγματικό είναι ότι ο ν. 3845/2010 (ΦΕΚ 65/6.5.2010), ο οποίος εκτελεί ορισμένου όρους του Μνημονίου, που επιβάλλουν μέτρα σε βάρος των πολιτών (περικοπές επιδομάτων κ.ά.), δημοσιεύθηκε πριν από τη σύναψη των Συμφωνιών Δανεισμού. Συγκεκριμένα: δύο μέρες πριν από την υπογραφή των παραπάνω διεθνών συμβάσεων «Σύμβασης» και «Μνημονίου» και τέσσερις ημέρες πριν από τη συμφωνία με το ΔΝΤ έγκρισης του «Διακανονισμού Χρηματοδότησης Άμεσης Ετοιμότητας», ψηφίστηκε με τη διαδικασία του κατεπείγοντος και τέθηκε σε ισχύ ο εν λόγω νόμος. με τίτλο: «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη-μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο». Ο νόμος αυτός περιλαμβάνει επτά άρθρα, τα οποία αριθμούνται ολογράφως, όπως συνηθίζεται στους νόμους κύρωσης διεθνών συμβάσεων, περιλαμβάνουν δε διατάξεις επιβολής μέτρων του Μνημονίου (που, όπως σημειώσαμε, δεν είχε υπογραφεί ακόμη). Επιπλέον, στο κείμενο του νόμου είναι προσαρτημένα σε Παραρτήματα (τέσσερα Παραρτήματα + τρία του τετάρτου Παραρτήματος) δημόσια διεθνή έγγραφα (πολιτικά κείμενα) της φάσεως των διαπραγματεύσεων των Συμφωνιών Δανεισμού. Επιπλέον, με την παράγραφο 4 του Άρθρου Πρώτου του ιδίου ν. 3845/2010, παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών να εκπροσωπεί το Ελληνικό Δημόσιο και να υπογράφει τις Συμφωνίες Δανεισμού, που θα ακολουθούσαν (όπως και έγινε), ενώ συγχρόνως όριζε ότι οι εν λόγω Συμφωνίες θα εισάγονταν στη Βουλή «για κύρωση». Πέντε ημέρες μετά τη δημοσίευση του ν. 3845/2010, τρεις ημέρες μετά τη σύναψη της Σύμβασης και του Μνημονίου και μία ημέρα μετά τη Συμφωνία Έγκρισης του ΔΝΤ, το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 του Άρθρου Πρώτου του ν. 3845/2010 τροποποιήθηκε με το ν. 3847/2010 (ΦΕΚ Α 67/11.5.2010), Άρθρο Μόνο, παράγραφος 9, με διάταξη η οποία καταργούσε την προβλεπόμενη και στο Σύνταγμα και στο ν. 3845/2010 κύρωση των Συμφωνιών από τη Βουλή, ορίζοντας απλώς ότι οι εν λόγω Συμφωνίες θα εισαχθούν στη Βουλή μόνο για «συζήτηση και ενημέρωση» και ότι θα ισχύσουν και θα εκτελούνται αμέσως με την υπογραφή τους. Παρά ταύτα, οι Συμφωνίες Δανεισμού, όπως αναφέραμε στην αρχή, κατατέθηκαν στη Βουλή για κύρωση με το από 3.6.2010 νομοσχέδιο, χωρίς, όμως, να επακολουθήσει η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα κύρωση, ενώ άρχισαν από την υπογραφή τους να εκτελούνται.

Απλοποιημένο το παραπάνω σχήμα μεθόδευσης έχει ως εξής: (α) αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις αρκετούς μήνες πριν από τη σύναψη των Συμφωνιών Δανεισμού και συμφωνούνται οι όροι των Συμφωνιών από τον Απρίλιο, όπως ανακοινώνει η από 11.4.2010 «Δήλωση για τη Στήριξη της Ελλάδας από τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης», που επισυνάπτεται ως Παράρτημα ΙΙ στο ν. 3845/2010· (β) 6.5.2010: δημοσιεύεται ο ν. 3845 που επιβάλλει τα μέτρα του Μνημονίου και ορίζει ότι οι Συμφωνίες θα κυρωθούν από τη Βουλή· (γ) Στις 8.5.2010: συνδέεται το Μνημόνιο με τη Σύμβαση· (δ) 11.5.2010: δημοσιεύεται ο ν. 3847/ 11.5.2010, που καταργεί την κύρωση των Συμφωνιών από τη Βουλή και θέτει σε ισχύ και εφαρμογή τις Συμφωνίες από την υπογραφή τους· (ε) 3.6.2010: κατατίθενται στη Βουλή οι Συμφωνίες για κύρωση· (στ) δεν επακολούθησε ποτέ η κύρωση.

2. Η παράκαμψη της Bουλής και η ισχύς των Συμφωνιών.

          Οι συμβάσεις μεταξύ κρατών συνάπτονται, στα δημοκρατικά πολιτεύματα, από τις πολιτικά υπεύθυνες κυβερνήσεις. Για να ισχύσουν, όμως, χρειάζονται και επικύρωση είτε από τον αρχηγό του κράτους, είτε από τη Βουλή. Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα, η επικύρωση γίνεται, εντελώς τυπικά, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και για μια σειρά σημαντικών διεθνών συμβάσεων γίνεται από τη Βουλή. Οι συμβάσεις που επικυρώνονται από τη Βουλή με νόμο (συζητούνται διεξοδικά και ψηφίζονται) -δηλαδή, ουσιαστικά εγκρίνονται- είναι εκείνες που περιέχουν συμφωνίες για το εμπόριο, τη φορολογία, την οικονομική συνεργασία και συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς και για κάθε είδους παραχωρήσεις σε ξένες δυνάμεις ή διεθνείς οργανισμούς, καθώς και συμφωνίες που επιβαρύνουν ατομικά τους Έλληνες. Οι Συμφωνίες Δανεισμού ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία, που, για να είναι έγκυρες, χρειάζονται επικύρωση με νόμο, γιατί, όπως είναι γνωστό, περιέχουν μέτρα που επιβαρύνουν του έλληνες πολίτες, φορολογικές ρυθμίσεις, παραχωρήσεις εξουσιών στους Δανειστές και σε διεθνείς οργανισμούς (ΕΕ και ΔΝΤ) κ.ά. Το Σύνταγμα έχει και μια δεύτερη, νεότερη, πρόβλεψη: Για να καταστούν οι διεθνείς συμβάσεις που συνάπτει η Ελλάδα εσωτερικό δίκαιο, για να δεσμεύουν, δηλαδή, τα όργανα του κράτους και τους πολίτες, πρέπει να κυρωθούν με νόμο. Όταν δε οι συμβάσεις παρέχουν σε όργανα διεθνών οργανισμών αρμοδιότητες που προβλέπει το Σύνταγμα, απαιτείται πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών (180 θετικές ψήφους). Οι Συμφωνίες Δανεισμού παρέχουν πολλές τέτοιες αρμοδιότητες σε όργανα της ΕΕ (Επιτροπή και Κεντρική Τράπεζα της Ευρώπης) και στο ΔΝΤ. Τέτοιες αρμοδιότητες είναι αυτές που καθορίζουν ειδική οικονομική πολιτική (αρμοδιότητα της Κυβέρνησης), επιβολή φορολογικών μέτρων και περικοπές μισθών και συντάξεων (αρμοδιότητα νομοθετική), έλεγχοι της «τρόικα» (αρμοδιότητα διοικητική), αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) κ.ά. Σημειώνεται εδώ ότι η επικύρωση με νόμο που επιβάλλεται σε ορισμένες κατηγορίες των διεθνών συμβάσεων και η κύρωση με νόμο σε όλες τις διεθνείς συμβάσεις γίνεται μια φορά (με τον ίδιο νόμο). Έτσι, είναι φανερό ότι, βάσει των δύο αυτών προβλέψεων του Συντάγματος (επικύρωσης και κύρωσης), όλες οι διεθνείς συμβάσεις πρέπει να κυρώνονται υποχρεωτικά από τη Βουλή με νόμο, η δε «κύρωση» και «επικύρωση» από τη Βουλή, που αποτελούν κατά το Σύνταγμα δύο αρμοδιότητες, γίνονται στην πράξη ταυτόχρονα σαν να ήταν μια.

          Σύμφωνα με τη δημοκρατική αρχή και την αρχή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που αποτελούν τις βάσεις του πολιτεύματός μας και σύμφωνα με τις παραπάνω ρυθμίσεις του Συντάγματος, αλλά και σύμφωνα με την πάγια πρακτική των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών της Ευρώπης, η σειρά που έπρεπε να ακολουθηθεί στη διαδικασία θέσης σε ισχύ των Συμφωνιών Δανεισμού, του ν. 3845/2010 και κάθε άλλης νομοθετικής εφαρμογής των εν λόγω Συμφωνιών είναι η εξής: (α) Σύναψη των διεθνών συμβάσεων (των Συμφωνιών Δανεισμού), (β) κύρωσή τους από την Ολομέλεια της Βουλής με την πλειοψηφία των τριών πέμπτων (3/5) του όλου αριθμού των βουλευτών, (γ) θέσπιση των αναγκαίων διατάξεων εσωτερικού δικαίου για την εκτέλεση των διεθνών συμβάσεων (νόμου, κανονιστικών πράξεων) και (δ) έκδοση των αναγκαίων ατομικών διοικητικών πράξεων για την εκτέλεση των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου. Η διαδικασία αυτή και η ακολουθητέα σειρά σταδίων που πρέπει να ακολουθηθεί αποτελούν τη βάση της συνταγματικής νομιμότητας των σχετικών πολιτειακών πράξεων και, συνεπώς, τη συνταγματική βάση ισχύος και κύρους τους. Πρέπει δε να υπογραμμισθεί ότι δεν επιβάλλεται από τα δημοκρατικά συντάγματα για να τηρηθεί απλά ένας τύπος, αλλά για να διασφαλιστεί η δημοκρατική νομιμοποίηση των διεθνών συμβάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 1 § 3 Σ («Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα»). Όπως προκύπτει από την περιγραφή της μεθόδευσης σύναψης και επιβολής των Συμφωνιών Δανεισμού, οι οποίες παραχωρούν πρωτοφανούς έκτασης εξουσίες της ελληνικής πολιτείας, περιέχουν όρους που απειλούν την κυριαρχία της χώρας και θεσπίζουν πρωτόγνωρα βάρη της Ελλάδας και των πολιτών της, ούτε συζητήθηκαν, ούτε ψηφίστηκαν από τη Βουλή, όπως προβλέπει το Σύνταγμα και όπως γίνεται στις σύγχρονες δημοκρατίες, ενώ άρχισαν αμέσως να εφαρμόζονται, πλήττοντας κράτος και κοινωνία της Ελλάδας. Το δε νομοθετικό σώμα, που είναι και το όργανο ελέγχου της κυβέρνησης, δεν έλαβε γνώση, μέσα από τις προβλεπόμενες από το Σύνταγμα διαδικασίες -ακόμη και μέχρι σήμερα- ούτε του είδους και του περιεχομένου των κυβερνητικών διαπραγματεύσεων, ούτε καν τους όρους με τους οποίους δέσμευσαν οι Συμφωνίες την Ελληνική Δημοκρατία. Πολύ περισσότερο δεν έγινε ο απαιτούμενος δημοκρατικός διάλογος στη Βουλή μεταξύ των μελών της λαϊκής αντιπροσωπείας, ούτε μπόρεσε να πραγματοποιηθεί, μέσα από την αντιπροσωπεία του, η επιβαλλόμενη από τη δημοκρατική αρχή ενημέρωση του λαού. Είναι δε χαρακτηριστικό της πλήρους άγνοιας του λαού και των ΜΜΕ, που κάνεις δε γνωρίζει τη «Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης», αλλά αναφέρεται από όλους ως «Μνημόνιο» Αυτό αποτελεί σοβαρή συνταγματική ανωμαλία.

          Όσον αφορά, ειδικότερα, στους νόμους 3845 και 3847/2010, διαπιστώσαμε πιο πάνω ότι αποτελούν καρπό της αντισυνταγματικής μεθόδευσης επιβολής των Συμφωνιών Δανεισμού που περιγράψαμε. Ο ν. 3845/2010 συζητήθηκε, ψηφίστηκε, εκδόθηκε και δημοσιεύθηκε, όπως είδαμε, πριν από τη υπογραφή των Συμφωνιών Δανεισμού, είχε, όμως τον τίτλο, τη δομή και το περιεχόμενο εκτελεστικού τους νόμου. Ο νόμος αυτός δεν είναι σύμφωνος ούτε με το γράμμα, ούτε με το πνεύμα του Συντάγματος για τους εξής λόγους: (α) Ως «εκτελεστικός νόμος» των Συμφωνιών Δανεισμού δεν μπορεί να θεωρηθεί, αφού οι Συμφωνίες δεν είχαν ακόμη συναφθεί· (β) το περιεχόμενό του στερείται της ουσιαστικής νομοθετικής βάσης που απαιτείται από το Σύνταγμα, αφού περιέχει επιβολή μέτρων του Μνημονίου το οποίο δεν υφίστατο όταν δημοσιεύθηκε ο νόμος· (γ) ο ν. 3845/2010 δεν είναι, όμως, ούτε προϊόν νομοθετικής βούλησης της Βουλής, αφού περιλαμβάνει μέτρα που ταυτίζονται με εκείνα των διαπραγματεύσεων των Συμφωνιών Δανεισμού, που επιβλήθηκαν τελικά από τους Δανειστές και στηρίζονται αντισυνταγματικά σε εξωκοινοβουλευτική και ξένη βούληση· (δ) η δομή τους είναι αντισυνταγματική, γιατί περιέχει εξουσιοδοτήσεις εύρους αντισυνταγματικού γιατί υπερβαίνει τα όρια που θέτει το Σύνταγμα, χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί ως νόμος-πλαίσιο αφού δεν εισήχθη στη Βουλή ως τέτοιος· (ε) τα μέτρα που επιβάλλει είναι κατ’ ουσίαν αντισυνταγματικά, γιατί παραβιάζουν, όπως θα δούμε πιο κάτω, εγγυήσεις ιδιοκτησιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων και θεμελιωδών αρχών. Όλες αυτές οι αντισυνταγματικότητες ελέγχονται, κατά τη γνώμη μου, από τα δικαστήρια. Οι τρεις πρώτες αναφέρονται σε έλλειψη ουσιώδους στοιχείου της νομοθετικής διαδικασίας, που αποτελεί η έλλειψη κυρωμένων από τη Βουλή διεθνών συμβάσεων, των Συμφωνιών Δανεισμού. Η έλλειψη του στοιχείου αυτού δεν είναι στοιχείο τυπικής αντισυνταγματικότητας, που δε θα μπορούσαν να ελέγξουν τα δικαστήρια, αλλά στοιχείο άσκησης της νομοθετικής λειτουργίας, που αφορά στην υπόσταση του νόμου. Οι δύο τελευταίες αντισυνταγματικότητες, οι (δ) και (ε), αφορούν στο περιεχόμενο του νόμου, που πάγια ελέγχονται από τα δικαστήρια.

3.Οι παραβιάσεις εγγυήσεων θεμελιωδών άρχων και δικαιωμάτων από τις Συμφωνίες Δανεισμού

          Οι Συμφωνίες Δανεισμού (Σύμβαση, Μνημόνιο και Συμφωνία Έγκρισης του ΔΝΤ) περιέχουν δύο κατηγοριών παραβιάσεις: Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνεται στη Σύμβαση («Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης»), η δεύτερη περιλαμβάνεται στο Μνημόνιο («Μνημόνιο Συνεννόησης»). Η πρώτη κατηγορία, από την έποψη ιεραρχίας του δικαίου, ανήκει σε ανώτερη, στην ανώτατη, βαθμίδα σε σχέση με τη δεύτερη, γιατί θίγει θεμελιώδεις αρχές της διεθνούς, της ευρωπαϊκής και της ελληνικής συνταγματικής νομιμότητας, προσβάλλοντας ή απειλώντας την κυριαρχία του ίδιου του κράτους, την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων.

α. Πρώτη κατηγορία παραβάσεων: Προσβολή των αρχών σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας και του κράτους δικαίου

          (α) Ο όρος παραίτησης του Δανειολήπτη από τις ασυλίες προστασίας της εθνικής κυριαρχίας του. Σύμφωνα με το άρθρο 14 (5) της Σύμβασης, το Ελληνικό Κράτος παραιτείται «αμετάκλητα και άνευ όρων» από κάθε ασυλία που απολαύουν το ίδιο ή τα περιουσιακά του στοιχεία σε όλες τις νομικές διαδικασίες σε σχέση με τη Σύμβαση, στις οποίες (διαδικασίες) περιλαμβάνονται χωρίς περιορισμούς: η άσκηση αγωγής, κάθε δικαστική απόφαση ή άλλη διαταγή, η κατάσχεση, η αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης, η προσωρινή διαταγή και η αναγκαστική εκτέλεση σε περιουσιακά στοιχεία στην έκταση που δεν απαγορεύεται από «αναγκαστικό νόμο». Στην εξίσου δεσμευτική για την Ελλάδα επεξήγηση του όρου αυτού στη Νομική Γνωμοδότηση των δύο Νομικών Συμβούλων του Κράτους διευκρινίζεται ότι: «Ούτε ο Δανειολήπτης, ούτε τα περιουσιακά του στοιχεία «έχουν ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας ή για άλλο λόγο», χωρίς, όμως, να αναφέρεται η εξαίρεση του «αναγκαστικού νόμου». Πρέπει να σημειωθεί ότι η εξαίρεση αυτή είναι νομικά ασαφής, δεδομένου ότι σήμερα, στο ισχύον δίκαιο, δεν υπάρχει νομικός όρος «αναγκαστικός νόμος» για νόμους που ψηφίζονται, εκδίδονται και δημοσιεύονται σύμφωνα με το Σύνταγμα. Δεδομένου δε ότι δεν τέθηκε καν στη Νομική Γνωμοδότηση, ο όρος απειλεί ζωτικής σημασίας δικαιώματα εθνικής κυριαρχίας της χώρας μας.

(β)Το δικαίωμα των δανειστών μεταβίβασης των δικαιωμάτων από τη Σύμβαση σε τρίτο κράτος. Με βάση το άρθρο 2 (3) σε συνδυασμό με το άρθρο 13 της Σύμβασης, οι δανειστές, ένας ή περισσότεροι, αλλά με τη συναίνεση όλων των δανειστών, μπορούν να μεταβιβάσουν με οποιοδήποτε τρόπο σε τρίτο κράτος οποιοδήποτε από τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις που έχουν από τη Σύμβαση Δανεισμού. Με αυτό τον τρόπο, παρέχεται στους δανειστές το δικαίωμα να δημιουργήσουν, με βάση τη Σύμβαση Δανεισμού, πολιτικό και οικονομικό μπλοκ σχέσεων με τους δανειστές και με τρίτες χώρες, δεσμευτικό για την Ελλάδα, αλλά χωρίς τη βούλησή της. Δεδομένου δε ότι ανάλογος όρος δεν ισχύει για την Ελλάδα, αποτελεί σοβαρή παράβαση της αρχής της συμβατικής ισότητας.

(γ) Ο όρος παροχής γνωμοδότησης από Νομικούς Συμβούλους του Κράτους για τη νομιμότητα της Σύμβασης. Με το άρθρο 3 (4) (α) της Σύμβασης επιβάλλεται η μειωτική για κάθε κυβερνητικό όργανο που εκπροσωπεί κράτος κατάθεση «νομικής γνωμοδότησης που ικανοποιεί τους Δανειστές και παρέχεται από τον Νομικό Σύμβουλο του Κράτους του Υπουργείου Δικαιοσύνης και από τον Νομικό Σύμβουλο του Υπουργείου Οικονομικών, με βάση το υπόδειγμα που προβλέπεται σε Παράρτημα της Σύμβασης. Η γνωμοδότηση αυτή, όπως βλέπει κανείς, είναι, κατά παράβαση της αρχής της επιστημονικής ελευθερίας του γνωμοδοτούντος, υπαγορευμένη με υπόδειγμα, κάτι που αποτελεί σοβαρό περιορισμό της ελευθερίας. Επιπλέον, σύμφωνα με τη Σύμβαση, η γνωμοδότηση πρέπει να επιβεβαιώνεται πριν από κάθε ημερομηνία πληρωμής τόκων. Τέλος, η Σύμβαση περιέχει και τον παραλογισμό ότι την ορθότητα της γνωμοδότησης την βεβαιώνει η κυβέρνηση. Δηλαδή: Ο σύμβουλος δίνει γνωμοδότηση ότι η ενέργεια του συμβουλευόμενου είναι νόμιμη και ο συμβουλευόμενος βεβαιώνει ότι η γνωμοδότηση που του δόθηκε από το σύμβουλό του είναι ορθή! Ως παραλογισμός, δε συμβιβάζεται ούτε με την αρχή του κράτους δικαίου.

(δ)Τα δικαιώματα των Δανειστών λόγω ακύρωσης των όρων της Σύμβασης. Οι δανειστές, γνωρίζοντας προφανώς ότι οι όροι των Συμφωνιών είναι αντίθετες στις εγγυήσεις των θεμελιωδών άρχων και δικαιωμάτων τη σύγχρονης δημοκρατίας, έθεσαν, στα άρθρα 6 (6) (α-β) και 8 (1) (γ), όρους που διασφαλίζουν σε βάρος της χώρας μας τα συμφέροντά τους, σε περίπτωση ακύρωσης των Συμφωνιών ή όρων τους. Σύμφωνα με αυτούς τους όρους, σε περίπτωση τέτοιας ακύρωσης, έχουν το δικαίωμα να αξιώσουν όλα τα δικαιώματά τους από τη σύμβαση, όχι όμως και η Ελλάδα. Αντίθετα, μια τέτοια κύρωση, ενώ στο ισχύον δίκαιο θα έπρεπε να πάρουν μόνο τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, δηλαδή ό,τι πραγματικά έχουν καταβάλει, στην προκείμενη περίπτωση θα παίρνουν όλα τα οφέλη που θα είχαν από τις Συμφωνίες, επιπλέον δε θα είχαν και το δικαίωμα να ζητήσουν να καταστούν αμέσως ληξιπρόθεσμα τα χρέη της Ελλάδας, παραβιάζοντας έτσι και την αρχή της συμβατικής ισότητας, την αρχή της καλής πίστης και της χρηστής άσκησης των δικαιωμάτων. Πρόκειται, με άλλες λέξεις, για επιβολή όρων προνομιακής μεταχείρισης, που παραβιάζει την αρχή του κράτους δικαίου στις συμβατικές σχέσεις.

β. Δεύτερη κατηγορία παραβάσεων: Προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων

Με βάση την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1952 (ΕΣΔΑ) και κυρίως μέσα από το θεσμό της ατομικής προσφυγής στο Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), καθώς με βάση το δίκαιο της ΕΕ και τη νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), έχει διαμορφωθεί ενιαία βάση εγγυήσεων των θεμελιωδών άρχων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, στην οποία υπάγονται και τα Συντάγματα των κρατών μελών των δύο οργανισμών, του Συμβούλιου της Ευρώπης και της ΕΕ. Η βάση αυτή είναι δεσμευτική για τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών. Με αυτή την ενιαία βάση, η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι πια ενοποιημένη. Τα εθνικά συντάγματα και τα εθνικά δικαστήρια, μπορούν να διαφοροποιούνται ως προς την παρεχόμενη προστασία των εν λόγω δικαιωμάτων, παρέχοντας μόνο μεγαλύτερη προστασία από εκείνη του ΕΔΔΑ και του ΔΕΚ. Εάν τα εθνικά δικαστήρια παράσχουν, σε συγκεκριμένη περίπτωση προσβολής θεμελιώδους δικαιώματος, λιγότερη προστασία σε σύγκριση με εκείνη του ΕΔΔΑ και του ΔΕΚ, τότε το πρόσωπο που έχει υποστεί την προσβολή του δικαιώματός του, μπορεί να προσφύγει, αν έχει τις δικονομικές προϋποθέσεις προσφυγής, στα εν λόγω ευρωπαϊκά δικαστήρια.

Η Σύμβαση και το Μνημόνιο, ενώ υπογράφονται από τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης, που αποτελεί το σκληρό πυρήνα της ΕΕ και της ευρωπαϊκής έννομης τάξης, περιέχουν διατάξεις και όρους που δεν είναι συμβατοί με ένα ευρύ φάσμα θεμελιωδών δικαιωμάτων που εγγυώνται η Ένωση και τα Συντάγματα των κρατών μελών της, καθώς και το Συμβούλιο της Ευρώπης, το οποίο περιλαμβάνει τον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Οι διατάξεις και οι όροι που έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τις παραπάνω αναφερόμενες εγγυήσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης και της ΕΕ είναι διατάξεις όρων του Μνημονίου οι οποίες εξειδικεύουν τις συμβατικές υποχρεώσεις που επιβάλλει στην Ελλάδα η Σύμβαση. Πρόκειται κυρίως για διατάξεις που προσδιορίζουν αναγκαστικές περικοπές και μειώσεις μισθών, επιδομάτων, συντάξεων, επιδομάτων ανεργίας και «πάγωμα» μισθών και συντάξεων με νομοθετημένες προβλέψεις αυξήσεων, μεταβολή άλλων νομοθετημένων κοινωνικών δικαιωμάτων, επιβολή ειδικών οικονομικών βαρών σε κατηγορίες πρόσωπων κ.ά. Από το πλήθος των παραβιάσεων θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών που, ενδεχομένως, προκύψουν από την εφαρμογή του Μνημονίου μέσω της ελληνικής νομοθεσίας, επιλέγομε εδώ τις πιο ώριμες περιπτώσεις

(α) Παραβιάσεις των εγγυήσεων της ιδιοκτησίας. Μια σειρά περιουσιακών δικαιωμάτων, που αποτελούν αντικείμενο των εγγυήσεων της ιδιοκτησίας (ή περιουσίας) του προσώπου, είναι, όπως ήδη αναφέραμε, τα δικαιώματα μισθών, συντάξεων, επιδομάτων και κάθε άλλης μορφής αποδοχών εργαζομένων ή δικαιούχων κοινωνικής ασφάλισης ή περιοδικών, κατά δόσεις ή εφάπαξ, παροχών προς αυτούς, εφόσον είναι προσδιορισμένα ή μπορούν να προσδιοριστούν βάσει νόμου ή αποτελούν αντικειμενικά νόμιμη προσδοκία με βάση την ισχύουσα νομοθεσία. Με άλλες λέξεις: πρόκειται για οικονομικού περιεχομένου δικαιώματα που μπορεί να διεκδικηθούν από τους δικαιούχους. Τα εν λόγω δικαιώματα, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, αλλά και των δικαστηρίων των κρατών μελών της Ένωσης, υπάγονται στην έννοια της ιδιοκτησίας και προστατεύονται όπως αυτή. Η εγγύηση της ιδιοκτησίας δεν είναι μόνο εγγύηση δικαιώματος του ανθρώπου, αλλά αποτελεί και «θεμελιώδη αρχή που είναι κοινή σε όλα τα εθνικά συντάγματα», όπως αυτή ερμηνεύεται στις επίσημες «Επεξηγήσεις» του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Η εγγύηση αυτή αποτελεί, όπως είναι γνωστό, το θεσμικό θεμέλιο του οικονομικού συστήματος του αστικού κράτους. Σ’ αυτή την εγγύηση περιλαμβάνονται –ευτυχώς- και τα οικονομικού περιεχομένου εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων. Η πλήρης δικαστική προστασία των τελευταίων αυτών δικαιωμάτων που παρέχει το ευρωπαϊκό δίκαιο, αλλά και το ελληνικό Σύνταγμα, είναι δεσμευτική για τα ελληνικά δικαστήρια.

Τα σημαντικότερα περιουσιακά δικαιώματα ή δικαιώματα οικονομικού περιεχομένου προσώπων, τα οποία καλύπτονται με τις παραπάνω αναφερόμενες εγγυήσεις και με όρους ή βάσει διατάξεων των Συμφωνιών Δανεισμού (Σύμβασης και Μνημονίου) παραβιάζονται, είναι, ενδεικτικά: τα δικαιώματα αποδοχών των εργαζομένων στο δημόσιο με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή στον ιδιωτικό τομέα, εφόσον αυτά θεμελιώνονται και προσδιορίζονται κατά είδος και ποσό σε νόμο ή σε κανονιστική διοικητική πράξη βάσει νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως ή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή σε συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου (μισθοί, κάθε είδους επιδόματα, «δώρα» Χριστουγέννων και Πάσχα -«13ος και 14ος μισθός»- προκαθορισμένες ή προσυμφωνημένες αυξήσεις κ.λπ.), καθώς και οι κάθε είδους, μηνιαίες, ετήσιες ή εφάπαξ, ασφαλιστικές παροχές (συντάξεις, επιδόματα, «13η και 14η σύνταξη», εφάπαξ παροχές κύριας και επικουρικής ασφάλισης κ.λπ.). Σ’ αυτά ανήκουν και τα δικαιώματα που δεν είναι προσδιορισμένα, αλλά μπορούν, βάσει των εν λόγω διατάξεων, να προσδιοριστούν κατά ποσό, όπως είναι: νομοθετημένες ή συμφωνημένες αυξήσεις αποδοχών, που θα υπολογιστούν βάσει συγκεκριμένων μελλοντικών στοιχείων, δικαιώματα αποζημίωσης λόγω απόλυσης ή ατυχήματος κ. ά.

Όλα τα δικαιώματα αυτά θεμελιώνονται αυτοτελώς, το κάθε ένα χωριστά, στο νόμο, ενέχουν και κατ’ ουσίαν αυτοτελείς απαιτήσεις, στηριζόμενες σε ειδικό νομοθετικό λόγο το κάθε ένα χωριστά, και, συνεπώς, αποτελούν νομικώς αυτοτελή ιδιοκτησιακά δικαιώματα, οπότε η μερική ή ολική κατάργησή τους συνιστά στέρηση ιδιοκτησίας και προσβολή ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, σύμφωνα με όσα ισχύουν πάγια σε όλες τις έννομες τάξεις της Ευρώπης.

(β) Οι παραβιάσεις των θεμελιωδών αρχών: του κράτους δικαίου, της ασφάλειας του δικαίου και του σεβασμού της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Η παραβίαση των θεμελιωδών αυτών αρχών που επιφέρει η μερική ή ολική κατάργηση νομοθετημένων δικαιωμάτων των εργαζομένων και των συνταξιούχων είναι τόσο κατάφωρη, ώστε η διαπίστωσή της και μόνη θα αρκούσε για το συμπέρασμα της αντισυνταγματικότητάς τους. Όταν ένα κράτος καταργεί, εν όλω ή εν μέρει, δικαιώματα συγκεκριμένων προσώπων ή κατηγοριών προσώπων που θεμελιώνονται στους νόμους που έθεσε σε ισχύ το ίδιο το κράτος, είναι φανερό ότι προσβάλλονται και υποσκάπτονται τα θεμέλια της αρχής του κράτους δικαίου. Δε χρειάζεται, επίσης, θεμελίωση ότι η μερική ή ολική κατάργηση νομοθετημένων δικαιωμάτων για ορισμένα πρόσωπα-υποκείμενα των δικαιωμάτων αποτελεί ανατροπή εκ θεμελίων της αρχής της ασφάλειας του δικαίου. Όταν δε τα δικαιώματα αυτά ανήκουν στην κατηγορία των κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως στην προκείμενη περίπτωση, η θεμελιώδης αρχή του κοινωνικού κράτους χάνει κάθε περιεχόμενο. Η μερική ή ολική κατάργηση νομοθετημένων δικαιωμάτων αποτελεί, επίσης, βαριά παραβίαση της σχετικώς νέας αρχής σεβασμού της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, την οποία ανέπτυξαν η νομολογία των δικαστηρίων πολλών κρατών μελών της ΕΕ, στα οποία περιλαμβάνεται και το Συμβούλιο της Επικρατείς της χώρας μας, κυρίως όμως ανέδειξε το ΔΕΚ. Σύμφωνα με αυτή τη θεμελιώδη αρχή, το κράτος δεν μπορεί να ανατρέπει καταστάσεις και δικαιώματα τα οποία δημιούργησε το ίδιο και στα οποία πίστεψαν οι δικαιούχοι. Στην προκείμενη περίπτωση της περικοπής νομοθετημένων παροχών των εργαζομένων και των ασφαλισμένων, είναι καταφανές ότι καταλύεται πλήρως η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που έχουν οι εργαζόμενοι στη νομοθετική λειτουργία του κράτους.

(γ) Οι παραβιάσεις των εγγυήσεων κοινωνικών δικαιωμάτων και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Οι Συμφωνίες Δανεισμού, από το σύνολο των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων που υπάγονται στην προστασία των εγγυήσεων της ιδιοκτησίας και της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, επέλεξαν, ως άμεσης απόδοσης μέτρο, την προσβολή των δικαιωμάτων των εργαζομένων και των συνταξιούχων για την ταμειακή εξυπηρέτηση του δανεισμού. Η επιλογή αυτή ανατρέπει άρδην τη λογική του δικαίου και τη λογική της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου, που εγγυώνται το Σύνταγμα και το δίκαιο της ΕΕ. Πέραν της κοινωνικής ανισότητας που προκαλεί η επιλογή των κατηγοριών των εργαζομένων στο δημόσιο και των συνταξιούχων, η κατάργηση πολλών επιδομάτων προσβάλλει την μεταξύ των εργαζομένων και συνταξιούχων ισότητα, δεδομένου ότι είχαν πράγματι θεσπιστεί για την αποκατάσταση ειδικών ανισοτήτων. Το επίδομα έχει πράγματι αυτή την αποστολή: να αποκαταστήσει την ισότητα σε ειδικές κατηγορίες πρόσωπων που παραβιάζει ο ενιαίος μισθός ή η ενιαία σύνταξη. Στην κοινωνική ισότητα των ιδίων αυτών κοινωνικών κατηγοριών απέβλεπαν και τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, τα οποία ήταν αναγκαία για τη διασφάλιση της απόλαυσης των παραδοσιακών αυτών ετήσιων σταθμών ψυχικής ανάπαυλας και οικογενειακής ζωής των λαών μας από τους μισθωτούς και συνταξιούχους, που αποτελούν τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις. Το πόσο αναγκαία ήταν τα εν λόγω επιδόματα για την κοινωνική ισότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη και την αξιοπρέπεια των ελλήνων εργαζομένων και συνταξιούχων, ανεξάρτητα από την αντικειμενική αναγκαιότητά τους, καταδεικνύεται, και από τη σύγκριση των αποδοχών τους με εκείνες των εργαζομένων και συνταξιούχων των άλλων κρατών μελών της ΕΕ. Οι περικοπές, συνεπώς, που επιβλήθηκαν και θα επιβληθούν με εφαρμογή του ν. 3845/2010 και του Μνημονίου, αποτελούν κατάφωρη παραβίαση των εγγυήσεων των κοινωνικών δικαιωμάτων. Επισημαίνομε ότι σ’ αυτές ακριβώς τις εγγυήσεις κρίθηκαν αντίστοιχες περικοπές στη Λετονία και στη Ρουμάνια ως αντισυνταγματικές από τα Συνταγματικά Δικαστήρια των εν λόγω χωρών.

6. Γενική θεώρηση των Συμφωνιών Δανεισμού από την έποψη της ευρωπαϊκής νομιμότητας

Από το πλέγμα των κειμένων που αποκαλύπτει τη διαδικαστική μεθόδευση δέσμευσης της Ελλάδας και από το περιεχόμενο των ρυθμίσεων και όρων των Συμφωνιών Δανεισμού προκύπτουν δύο βασικά ζητήματα: πρώτον, αν τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης είχαν, βάσει των Συνθηκών της ΕΕ, τη νομική δυνατότητα να συνάψουν μεταξύ τους αυτού του είδους τις συμφωνίες και αν ο ρόλος που ανέλαβαν όργανα της ΕΕ (Επιτροπή και ΕΚΤ) είναι συμβατός με το σύστημα δικαίου που διέπει το σκοπό τους και τις αρμοδιότητές τους· δεύτερον, αν το περιεχόμενο των συμφωνιών είναι συμβατό με τις αρχές της ΕΕ και της ευρωπαϊκής νομιμότητας. Πάνω σ’ αυτά τα δύο βασικά ζητήματα, διατυπώνομε τις ακόλουθες σκέψεις:

α. Όσον αφορά στο πρώτο ζήτημα, παρατηρεί κάνεις ότι οι Συμφωνίες Δανεισμού δεν αναφέρουν, στο Προοίμιο ή σε άλλο σημείο, καμιά διάταξη των Συνθηκών της ΕΕ ως νομική βάση για τη σύναψη τους, ούτε ανευρίσκεται στα κείμενα των Συνθηκών της ΕΕ τέτοια νομική βάση. Η μόνη αναφορά σε διατάξεις των Συνθηκών της ΕΕ γίνεται στο Προοίμιο της Συμφωνίας των Πιστωτών (§5), όπου ορίζεται ότι τα μέρη της εν λόγω Συμφωνίας λαμβάνουν υπ’ όψιν ότι τα «Μέτρα που αφορούν το συντονισμό και την επιτήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και ορίζουν κατευθυντήριες γραμμές της οικονομικής πολιτικής για την Ελλάδα θα καθορισθούν με απόφαση του Συμβουλίου δυνάμει των άρθρων 126 (9) και 136 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Συμφώνησαν, δηλαδή, οι δανειστές ότι η επιτήρηση της Ελλάδας από πλευράς της ΕΕ για την τήρηση των όρων της δημοσιονομικής πειθαρχίας που επιβάλλουν οι Συμφωνίες Δανεισμού θα γίνεται με βάση τις εν λόγω διατάξεις. Η αναφορά αυτή δεν παρέχει, βεβαίως, καμιά νομική βάση των Συμφωνιών Δανεισμού. Εκ πρώτης όψεως, συνεπώς, το κύρος των εν λόγω Συμφωνιών, με βάση τις Συνθήκες της ΕΕ, φαίνεται αίολο. Ειδικότερα ζητήματα συμβατότητας με το δίκαιο της ΕΕ δημιουργεί: η εμπλοκή του ΔΝΤ, βάσει της παραγράφου 3 του Προοιμίου της Σύμβασης. Ζήτημα δημιουργεί και η υπαγωγή της Σύμβασης στο αγγλικό δίκαιο, σε δίκαιο εκτός του χώρου της Ευρωζώνης και εκτός του δικαίου της ΕΕ, παρά το ότι εντάσσεται στη δικαιοδοσία του ΔΕΚ, που εφαρμόζει δίκαιο της Ένωσης. Το όλο σύνθετο ζήτημα, πάντως, ως αντικείμενο που είναι έξω από την ειδικότητα του συγγραφέα αυτού του πονήματος, έχει ανάγκη εμπεριστατωμένης μελέτης ειδικών· θα ήταν δε, για την ασφάλεια της ευρωπαϊκής νομιμότητας, αν όχι απαραίτητη, πάντως ευκταία και χρήσιμη η αιτιολογημένη κρίση του ΔΕΚ.

β. Όσον αφορά στο δεύτερο ζήτημα, προκύπτει από όσα αναπτύχθηκαν πιο πάνω για τις ασυμβατότητες των διατάξεων και όρων των Συμφωνιών Δανεισμού προς τις αρχές και τους κανόνες και των τριών επιπέδων του υπερκείμενου δικαίου, του διεθνούς δικαίου, του δικαίου της ΕΕ και του συνταγματικού δικαίου, ότι το όλο πλέγμα κειμένων των εν λόγω Συμφωνιών αποτελεί ένα δικαϊικό μόρφωμα κατάφωρα αντίθετο προς τις θεμελιώδεις αρχές της ευρωπαϊκής νομιμότητας.

Σε σχέση με τα δύο αυτά φαινόμενα, της μεθόδευσης σύναψης και επιβολής των Συμφωνιών Δανεισμού και των παραβιάσεων θεμελιωδών αρχών του δικαίου, πρέπει όλοι να θυμηθούμε ποιες είναι αυτές οι αρχές που έχει διακηρύξει η Ευρωπαϊκή Ένωση, περιελήφθησαν πρόσφατα στη Συνθήκη της Λισαβώνας και παραβιάζει σήμερα η Ένωση: η αρχή σεβασμού: της ισότητας των κρατών μελών, της εθνικής τους ταυτότητας, «που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή», και των ουσιωδών λειτουργιών του κράτους, ιδίως δε των λειτουργιών «που αποβλέπουν στη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας, τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και την προστασία της εθνικής ασφάλειας»· η αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης· η «αρχή της καλόπιστης συνεργασίας» μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών, στην οποία περιλαμβάνονται ο «αμοιβαίος σεβασμός» και «η αμοιβαία συνεργασία»· η θέσπιση της ιθαγένειας της ΕΕ και η αναγνώριση της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης στους πολίτες των κρατών μελών, καθώς και η ελευθερία εγκατάστασης τους σε κάθε κράτος μέλος· οι διακηρύξεις του Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών και η προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αναφέρω μόνο μερικές και συνοπτικά. Με όλες αυτές τις εγγυήσεις θεμελιωδών άρχων και θεμελιωδών δικαιωμάτων της δημοκρατίας, η Ευρωπαϊκή Ένωση, μαζί με το Συμβούλιο της Ευρώπης, έχει καταστεί μια ισχυρή πολιτική κοινότητα και παγκόσμιο παράδειγμα σεβασμού της αξίας του ανθρώπου και της δημοκρατίας. Πρόκειται για μια νομιμότητα ευρωπαϊκού πολιτισμού, που υπερέχει κατά πολύ από το σύστημα και τη συνείδηση δικαίου που επικρατεί στις χώρες των άλλων ηπείρων.

Με βάση όλα αυτά, διερωτάται κάθε πολίτης της Ένωσης, πώς είναι δυνατό να επιβάλλουν τα κράτη του πυρήνα των εγγυήσεων της εθνικής κυριαρχίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης, της καλόπιστης συνεργασίας των κρατών μελών της, των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη και γενικά της ευρωπαϊκής νομιμότητας και του ευρωπαϊκού πολιτισμού, δηλαδή τα κράτη της Ευρωζώνης, σε εταίρο τους ένα τέτοιο μόρφωμα παραβιάσεων όλων αυτών των αρχών; Πώς είναι δυνατό σήμερα, στην καρδιά της Ευρώπης, να συνάπτεται σύμβαση τέτοιας αντικοινωνικής σκληρότητας και τέτοιων παραβάσεων που εγγίζει τα όρια της σαιξπηρικής σύμβασης δανείου Shylock; Γιατί η απειλή της εθνικής κυριαρχίας και η παραβίαση κοινωνικών δικαιωμάτων των ασθενέστερων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας θέτουν πράγματι σε άμεσο κίνδυνο, όπως η σύμβαση Shylock, τη ζωτική σάρκα της Ελληνικής Δημοκρατίας, που είναι ο οφειλέτης του δανείου. Για τους λόγους αυτούς, οι Συμφωνίες Δανεισμού της χώρας μας αποτελούν ένα πολύ σοβαρό –το σοβαρότερο, νομίζω- ανησυχητικό πολιτικό γεγονός της ΕΕ από την ίδρυσή της, γιατί θίγει στα θεμέλια της την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Το γεγονός αυτό αυξάνει την ανησυχία των ευρωπαίων πολιτών, γιατί αποτελεί, από την άποψη δομής και ποιότητας περιεχομένου, ένα κατασκεύασμα παρόμοιας ποιότητας δικαίου με εκείνο του Σχεδίου Ανάν, που είχε κατασκευαστεί από δικηγορικό γραφείο της Αγγλίας. Μήπως εγκαταλείφθηκαν, χάριν των δικολάβων, η διπλωματική οδός και η οδός των διεθνολόγων για τη σύνταξη διεθνών νομικών κειμένων;

Κλείνοντας, επισημαίνομε ότι οι παραβιάσεις θεμελιωδών αρχών, θεμελιωδών δικαιωμάτων και γενικά εγγυήσεων του υπερκείμενου διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου από τις Συμφωνίες Δανεισμού που σκιαγραφήσαμε αποτελούν συγχρόνως και παραβιάσεις του ελληνικού Συντάγματος. Συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι ότι η Βουλή των Ελλήνων δεν μπορεί να κυρώσει τις εν λόγω Συμφωνίες, λόγω αυτών των αντιθέσεων προς το Σύνταγμα, μεταξύ των οποίων είναι και ο πρωτοφανής όρος παραίτησης από ζωτικής σημασίας δικαιώματα εθνικής κυριαρχίας. Αυτή την εξουσία δεν την έχει από το άρθρο 1 του Συντάγματος, δεν μπορεί δε να επιλέξει για κύρωση μόνο τους συμβατούς με το Σύνταγμα όρους, γιατί οι διεθνείς συμβάσεις κυρώνονται ή απορρίπτονται inglobo. Ο μόνος, επομένως, τρόπος κύρωσης των Συμφωνιών Δανεισμού, που θα τους προσδώσει το αναγκαίο κύρος για την εφαρμογή τους, είναι η εκκαθάρισή τους, με συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών, από τους ασύμβατους προς το δίκαιο όρους, που είναι και ασύμβατοι με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.