Η Αριστερά και η Αντιμετώπιση της Ελληνικής Κρίσης

Γιώργου Κασιμάτη 
Ομ. Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών 
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΟΥΤΟΠΙΑ, τεύχος 1/2013)

 

Ξεκινώντας τη διαδρομή σκέψεων σ’ αυτό το κείμενο για τη διερεύνηση του ζητήματος που διατυπώνεται στον τίτλο, οφείλομε να προδιαθέσομε τον ανάγνωση ως προς τις βάσεις πάνω στις οποίες θα οικοδομήσομε τις σκέψεις μας. Οι βάσεις αυτές δεν είναι αυθαίρετες, αλλά μας τις έχει έτοιμες και μας τις παρέχει η ιστορικοπολιτική πραγματικότητα. Η πρώτη βάση αφορά τη φύση της ελληνικής κρίσης, την πραγματική, δηλαδή, υπόσταση και δομή της, η δεύτερη αφορά την αντιμετώπισή της. Βεβαίως, κάτω από αυτές τις βάσεις εκτείνεται η καθολική βάση της κρίσης: Η κρίση ως καθολική κρίση του όλου κοινωνικοπολιτικού συστήματος του αστικού κράτους. Η κρίση, με αυτή τη θεμελιακή έννοια, δρομολογεί σήμερα το μακροχρόνιο ταξίδι μετάβασης προς το επόμενο. Στο επίπεδο, όμως, αυτό, η κρίση δεν μπορεί να εξεταστεί εδώ, γιατί απαιτεί μια βαθύτερη καθολική  διερεύνηση και μελέτη των αιτίων και πηγών γένεσης και εξέλιξής της μέσα στο σύστημά μας, απαιτεί, τουλάχιστον, αρχή διαμόρφωσης ιδεολογικοπολιτικής θεωρίας για τη μετάβαση σε νέο κοινωνικοπολιτικό σύστημα, η οποία δεν υπάρχει ακόμη. Εδώ, λοιπόν, περιοριζόμαστε στις δύο βάσεις που βρίσκονται μέσα στο κοινωνικό-οικονομικό πεδίο του ιστορικού παρόντος: στη φύση της ελληνικής κρίσης και στην αντιμετώπισή της.
Όσον αφορά τη φύση της κρίσης (πάντοτε στο στενό κοινωνικό-οικονομικό πλαίσιο), επισημαίνομε ότι πρόκειται για κρίση που προκαλεί και εκμεταλλεύεται το υπερεθνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα του καπιταλισμού, συνίσταται στην κηδεμόνευση από την οικονομική εξουσία της πολιτικής ως ιστορικής ανώτατης ρυθμιστικής αρχής και εκτυλίσσεται σε δύο επίπεδα: στο υπερεθνικό και στο επίπεδο του εθνικού κράτους. Η ελληνική κρίση, επομένως, έχει την υπερεθνική και την εθνική της διάσταση. Η δομή της τελευταίας έχει και τα δικά της γηγενή στοιχεία. Όσον αφορά την αντιμετώπισή της κρίσης, αναφερόμαστε στη διαμόρφωση και άσκηση  κυβερνητικής πολιτικής στο εθνικό μας επίπεδο για την αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης και στα δύο επίπεδα (στρατηγική και βασικές πολιτικές).
1. Η αντιμνημονιακή αντιπολίτευση.
Έχω διατυπώσει τη θέση πολλές φορές ότι τα κόμματα της αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ) θα έπρεπε να είχαν αποχωρήσει από τη Βουλή. Η παραβίαση του Συντάγματος και του πολιτεύματος στο επίπεδο της Αντιπροσωπείας του Λαού είναι καθολική και αποτελεί καθημερινό φαινόμενο. Θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια παραμονή των αντιπολιτευόμενων δημοκρατικών κομμάτων μέχρι έξι μηνών ή και ενός έτους για να καταβάλλουν σοβαρές προσπάθειες για την τήρηση του Συντάγματος, να δει ο λαός τις προσπάθειες και ότι ήταν σωστές αλλά άκαρπες λόγω της αδιαλλαξίας των κυβερνώντων και  ακολούθως να αποχωρήσουν, καταγγέλλοντας τη διαρκή παραβίαση της συνταγματικής νομιμότητας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Με την παραμονή τους στη Βουλή δεν κατάφεραν ούτε στο ελάχιστο να προστατεύσουν έστω και μια συνταγματική διάταξη. Αντίθετα, με τη συμμετοχή τους ως μειοψηφίας στις επονείδιστες αποφάσεις της Βουλής νομιμοποιούν την ποδοπάτησή της και τα αντισυνταγματικά της προϊόντα. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι αποφάσεις της Βουλής, όπως και κάθε οργάνου της δημοκρατίας,  στηρίζονται σε δύο πόδια: στην πλειοψηφία και στη μειοψηφία. Χωρίς τη μειοψηφία, Βουλή δεν υπάρχει. Αυτό θα ήταν ένα μεγάλο μήνυμα  για τη διεθνή κοινότητα. Έχομε πει επίσης πολλές φορές ότι η Ελλάδα είναι κάτω από κατοχή χωρίς όπλα. Είναι το πειραματόζωο της σύγχρονης μεθόδου κατάκτησης και εκμετάλλευσης των λαών χωρίς πόλεμο. Δεν μπορεί ένα δημοκρατικό πολιτικό κόμμα να συμμετέχει σε πολιτειακά όργανα κατεχόμενης χώρας. Μπορεί και πρέπει να συμμετέχει στις εκλογές, να συμμετέχει στη διαδικασία έκφρασης του λαού, αλλά όταν βλέπει ότι δεν μπορεί να τον εκπροσωπήσει με αξιοπρέπεια, οφείλει να αποχωρεί. Η αντιπολίτευση, στη σημερινή κατάσταση κατοχής, όφειλε και οφείλει να ακολουθήσει πρώτη την εντολή για αντίσταση του ακροτελεύτιου άρθρου του Συντάγματος.
2. Η αριστερή διακυβέρνηση εθνικού αστικού κράτους και τα ιδεολογικά της όρια.
α. Μια σκιαγράφηση γραμμών. Μια αριστερή κυβερνητική πολιτική κινείται, αναμφίβολα, στη βάση της κρίσης ως καθολικής κρίσης του κοινωνικοπολιτικού συστήματος και στο φόντο των αρχών της κοινωνικής δημοκρατίας. Η εν λόγω πολιτική δε θα είναι, ασφαλώς, μια πολιτική «βελτίωσης» της σημερινής κυβερνητικής πολιτικής ή των πολιτικών του καπιταλιστικού συστήματος, ούτε, όπως συνηθίζει ο πολιτικός συντηρητισμός, μια πολιτική συναίνεσης και εύκολου συμβιβασμού με όλους. Είναι μια πολιτική αγώνα. Πιστεύομε δε ότι είναι εφικτή μια τέτοια πολιτική με ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα οικονομικής ανάπτυξης διευρυμένου μετώπου αντιμνημονιακής πολιτικής. Θα πρέπει, όμως, η πολιτική αυτή αγώνα, ως πολιτική διακυβέρνησης εθνικού αστικού κράτους, να κινηθεί πάνω στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και να βρει τα σωστά όρια, αλλά και τα ευρύτερα περιθώριά της στο εθνικό και στο διεθνές πολιτικό πεδίο. Θα πρέπει να βρει τα κενά, τις ανοχές και τις αδυναμίες του συστήματος.
Στο πλαίσιο αυτών των δυνατοτήτων θα μπορούσαμε να σημειώσομε ορισμένες βασικές γραμμές μιας τέτοιας πολιτικής. Για παράδειγμα, μια προοδευτική πολιτική θα πρέπει να στηρίξει την οικονομική ανάπτυξη στο ανθρώπινο κεφάλαιο, κυρίως δε στην παραγωγική έρευνα, στην εκπαίδευση και στην αυστηρή επαγγελματική διασφάλιση της εξειδικευμένης γνώσης όλων των τομέων και επιπέδων. Επιπλέον, μπορεί να αντλήσει από την επίσημη ευρωπαϊκή νομιμότητα βάσεις για ανάπτυξη το κοινωνικού κράτους. Πρέπει να σημειώσομε ότι ο σημερινός κερδοσκοπικός και απάνθρωπος καπιταλισμός καταβάλλει κάθε προσπάθεια ολοκληρωτικής αποδόμησης του κοινωνικού κράτους και του συστήματος κοινωνικών δικαιωμάτων και κοινωνικής πολιτικής του αστικού κράτους. Ωστόσο δεν τόλμησε ακόμη να θίξει επίσημα το θεσμικό κοινωνικό του οικοδόμημα του ευρωπαϊκού κεκτημένου, που εγκλείουν τα εθνικά Συντάγματα, το Συμβούλιο της Ευρώπης, το Διεθνές Γραφείο Εργασίας και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πρόβλεψη μου δε είναι ότι θα αργήσει αρκετά ακόμη για να αποτολμήσει να προσβάλλει επίσημα και με κατάργηση αρχών και διατάξεων το θεσμικό αυτό σύστημα. Θα μείνει στη μέθοδο της διάβρωσης.
Όσον αφορά δε την κύρια οικονομική ανάπτυξη, ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα προοδευτικής αριστερής πολιτικής θα πρέπει να περιλάβει, πέρα από την ανάπτυξη του τομέα της έρευνας και της εκπαίδευσης, την αξιοποίηση όλων των εθνικών δυνατοτήτων παραγωγής και προσφοράς αγαθών, που λόγω της φυσικής τους ποιότητας επιβάλλονται στο διεθνή ανταγωνισμό, όπως η υποστήριξη της παραγωγής, του εμπορίου και των εξαγωγών ελληνικών αγροτικών προϊόντων, η σωστή ποιοτική αξιοποίηση του φυσικού και ιστορικού περιβάλλοντος, προ πάντων δε η πολιτική και οικονομική αξιοποίηση των πολύ σημαντικών πηγών εθνικού πλούτου (ορυκτών, υδρογονανθράκων κ.λ.π). Πρέπει δε στο σημείο αυτό να επισημάνω ότι αυτός που πρόσφατα πρώτος ανέδειξε πολιτικά την αξιοποίηση των πηγών του ελληνικού πλούτου και, ταράσσοντας τα νερά με δημόσια κινητοποίηση των ειδικών επιστημόνων, σηματοδότησε την έναρξη συζήτησης ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης. Είχε δε αυτό ιδιαίτερη σημασία, λόγω της ευρύτερης ευρωπαϊκής και διεθνούς ακτινοβολίας της προσωπικότητάς του. Τέλος, ένα αριστερό αναπτυξιακό πρόγραμμα οφείλει και μπορεί, μέσα από τα καπιταλιστικά δεσμά του αστικού κράτους, να συνδυάσει την πολιτική οικονομικής ανάπτυξης με την πολιτική ανάπτυξης του πολιτισμού (της παιδείας με την ευρύτερη έννοια, των τομέων τέχνης και λόγου, καθώς και της ανάδειξης και αξιοποίησης της μοναδικής πνευματικής κληρονομιάς).  Έτσι, με αυτά τα δεδομένα, έχει ακόμη πολλά περιθώρια για μια διευρυμένη δημοκρατική αριστερή πολιτική οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που δε θα υπηρετεί το στυγνό κερδοσκοπικό κεφάλαιο.
β. Αριστερή διακυβέρνηση αστικού εθνικού κράτους. Το πρώτο πολυδιάστατο όριο που έχει μπροστά της μια αριστερή πολιτική: η διακυβέρνηση εθνικού αστικού κράτους. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν έχομε, από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και εδώ, ιστορικό παράδειγμα διακυβέρνησης οικονομικά ανεπτυγμένου εθνικού αστικού κράτους από αμιγώς αριστερό πολιτικό κόμμα. Φυσικά, δεν είναι εδώ ο τόπος για ανάλυση των αιτίων αυτού του φαινομένου. Η βασική μου, ωστόσο, πεποίθηση για τον πολιτικό αγώνα κατά των δουλειών του παρόντος πολιτικού συστήματος, της αστικής δημοκρατίας, είναι ότι, εφόσον αυτός ο αγώνας διεξάγεται μέσα στη νομιμότητα του συστήματος, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται όλα τα όπλα του συστήματος, για δύο λόγους: ο πρώτος είναι ότι αποτελούν αποτελεσματικά όπλα στην καθημερινή πολιτική, στη λειτουργία της οποίας συμμετέχουν τα αριστερά κόμματα. Ο ίδιος, δηλαδή λόγος που τα οδηγεί στη συμμετοχή τους στις διαδικασίες του πολιτικού συστήματος, ισχύει και για τη χρήση των όπλων –έστω και ατελών- που παρέχει το σύστημα για τη δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η μη χρήση αυτών των όπλων είναι απάνθρωπη, γιατί τελικά μένουν ανυπεράσπιστοι οι άνθρωποι-θύματα του απάνθρωπου συστήματος και γίνονται δύο φορές θύματα –τη δεύτερη του δογματισμού της δικής τους ιδεολογίας. Πρέπει δε να προσθέσω ότι ο βαθμός δέσμευσης των σημερινών κοινωνιών από το καπιταλιστικό πολιτικό σύστημα δεν αντιμετωπίζεται με δογματισμούς της πολιτικής θεολογίας, αλλά μόνο με τον ιστορικό ρεαλισμό, τον οποίο, με ιστορική αφετηρία τον Αριστοτέλη, μόνο ο Μαρξ δίδαξε στην ολοκληρωμένη του μορφή.
Σε σχέση με τα παραπάνω, θα πρέπει να συνειδητοποιήσομε μια ουσιώδη διαφορά ανάμεσα στην εποχή της βιομηχανικής κοινωνίας και της σημερινής του υπερεθνικού χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού:  Τότε, οι λαοί κηδεμονεύονταν από δύο πολιτειακά επίπεδα: από το επίπεδο κρατικής εξουσίας του κηδεμονευόμενου από τον ιμπεριαλισμό εθνικού κράτους και από το επίπεδο της ιμπεριαλιστικής εξουσίας των μεγάλων δυνάμεων. Έτσι,  πολιτικός στόχος του μαρξισμού στο πολιτειακό επίπεδο ήταν η απελευθέρωση των λαών από τις δύο αυτές εξουσίες που λειτουργούσαν στη βάση του αστικού καπιταλιστικού κράτους. Τα πράγματα σήμερα δεν είναι τα ίδια. Το εθνικό κράτος, ως οργάνωση ενός λαού με ιστορική και πολιτισμική ταυτότητα κηδεμονεύεται και η εθνική οικονομία αλώνεται και καταλύεται από την υπερεθνική εξουσία του οικονομικού καπιταλισμού. Με άλλες λέξεις, το εθνικό κράτος ως ιστορική, πολιτισμική και οικονομική οντότητα των λαών είναι σήμερα το θύμα του καπιταλισμού.
Ας δούμε, όμως, επιγραμματικά τους όρους μιας διευρυμένης αριστερής πολιτικής διακυβέρνησης του εθνικού αστικού κράτους που μας δείχνουν και την υπέρβαση του προβλήματός  μας σε σχέση με τη διακυβέρνηση αυτού του είδους. (Αποφεύγω να χρησιμοποιήσω για τη διευρυμένη αριστερή πολιτική και για το αντίστοιχο διευρυμένο πολιτικό υποκείμενο, τον όρο «κεντροαριστερά», γιατί ο όρος αυτός έχει καταντήσει φενάκη: η «κεντροαριστερά» έχει αποδεχθεί και εφαρμόζει ταυτόσημα με την «κεντροδεξιά» ατόφιο το νεοφιλελευθερισμό, που υποδούλωσε τους λαούς και εξαθλίωσε τον ελληνικό λαό. Ο ανταγωνισμός για την εξουσία «κεντροαριστεράς» και «κεντροδεξιάς», όταν δε συγκυβερνούν, όπως σήμερα, γίνεται με ρητορικά σχήματα χωρίς ουσία και με νεοφιλελεύθερη βάση. Το ίδιο ισχύει και με τον όρο «σοσιαλδημοκρατία», που από επαναστατικός σοσιαλισμός κατάντησε ένδυμα καλλωπισμού του νεοφιλελευθερισμού.)
γ. Η ανάγκη πολιτικού μετώπου. Έχοντας ως βάση τη συνταγματική υποχρέωση να ακολουθηθεί η διαδικασία εκλογών για την ανάδειξη αριστερής κυβέρνησης, πρέπει να λάβομε υπ’ όψιν μας ότι η εκλογική βάση της αριστεράς σε όλα ευρωπαϊκά αστικά κράτη αποτελεί σταθερή μειοψηφία. Για να γίνει αυτή η υπέρβαση εκλογικά, το αριστερό κόμμα ή θα πρέπει να ενταχθεί σε μέτωπο ή συνασπισμό πολιτικών δυνάμεων (πολιτικού προσωπικού) ευρύτερου ιδεολογικοπολιτικού φάσματος, οπότε μπορεί να διατηρήσει την ιδεολογικοπολιτική του ταυτότητα, ή να μεταλλαχθεί πραγματικά σε πραγματικό «κεντροαριστερό» κόμμα, όποτε παύει να ισχύει η παλιά ταυτότητά του.  Το δεύτερο σχήμα θα καταδιώκεται, βεβαίως, από πολιτική αναξιοπιστία. Η δημιουργία, πάντως, διευρυμένου συνασπισμού σήμερα, χωρίς δογματικά φράγματα, αλλά με μια δημοκρατικής κοινωνικής βάσης πολιτική αντιμετώπιση της απάνθρωπης καπιταλιστικής επίθεσης κατά της κοινωνίας του εθνικού κράτους, δεν είναι απλά σκόπιμη, αλλά επιβάλλεται από την πολιτική πραγματικότητα. Και τούτο γιατί τα σημερινά θύματα του άκρατου καπιταλισμού δεν είναι μόνο τα κοινωνικά στρώματα που παραδοσιακά στηρίζουν την Αριστερά, αλλά ολόκληρος ο μεσαίος χώρος, ακόμη και ο χώρος εθνικής οικονομικής παραγωγής που βρίσκεται πάνω από το επίπεδο των μεσαίων επιχειρήσεων. Στην πραγματικότητα, ολόκληρη η εθνική οικονομία, η οικονομία του «εθνικού κράτους», είναι από το υπερεθνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα υπό διωγμόν.
δ. Η ανάγκη εθνικής πολιτικής. Ο διωγμός των εθνικών οικονομιών από το υπερεθνικό κεφάλαιο, με σκοπό την άλωσή τους και την ιδιοποίησή τους από αυτό, δημιουργεί την ανάγκη ανάπτυξης εθνικής οικονομικής πολιτικής. Αυτό σημαίνει ότι απαιτείται μια σαφής και καθαρή εθνική πολιτική, μια πολιτική, δηλαδή, στήριξης του εθνικού μας κράτους, σε όλο το φάσμα των δικαιωμάτων του και των συμφερόντων του. Και σ’ αυτό έχει ακόμη σύμμαχο το διεθνές δίκαιο, που θεσπίστηκε πριν από την ξέφρενη διόγκωση του υπερεθνικού καπιταλισμού, αρκεί να ξέρει κάνεις να το χρησιμοποιήσει. Η πολιτική στήριξης του εθνικού κράτους ηχεί ξένο προς κάποια ξεπερασμένα δόγματα της Αριστεράς. Το εθνικό κράτος σήμερα αποτελεί την κιβωτό πολιτισμικής και ιστορικής ταυτότητας ενός λαού, την οποία επιδιώκει να εξαφανίσει ο υπερεθνικός ανεξέλεγκτος καπιταλισμός με τη στήριξη των μεγάλων χωρών για τους γεωπολιτικούς στόχους τους. Η προοδευτική επιλογή πια δεν μπορεί να μείνει στη θεολογία και έξω από την πραγματική ιστορία. Η στήριξη του εθνικού κράτους σήμερα δεν είναι «εθνικισμός», όπως μερικοί θεολογούντες θέλουν να την παρουσιάσουν. Είναι ανάγκη της ιστορικής πραγματικότητας.
ε. Η αναπτυξιακή πολιτική σε καπιταλιστικό περιβάλλον. Η αναπτυξιακή πολιτική σε αστικό καπιταλιστικό κράτος έχει σήμερα περισσότερα δεσμά από εκείνα των πρώτων δεκαετιών μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πράγματι σήμερα έχει εντατικοποιηθεί πολύ στα εθνικά κράτη και στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις η επιβολή της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής πολιτικής, που είναι θεμελιωμένη πάνω στις βάσεις και στις αρχές του παλαιού Bretton Woods System και θεσπισμένη στα καταστατικά έγγραφα των ανώτατων ρυθμιστών της, του ΔΝΤ, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Το σύστημα αυτό, που οικοδομήθηκε πάνω στις βάσεις του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού για τη διασφάλιση της παγκόσμιας οικονομικής ηγεμονίας των ΗΠΑ απέναντι στη μεγάλη μεταπολεμική δύναμη του «σοβιετικού σοσιαλισμού», μετεξελίχθηκε από τη δεκαετία του 1970, με την ίδια ηγεμονία, σε πιο γερά νεοφιλελεύθερα θεμέλια και ενισχύθηκε θεσμικά, από το 1995, με το διάδοχο της GATT Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Με την κατάρρευση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», η ηγεμονία του καπιταλισμού έγινε κοσμοκρατορία. Στη νέα αυτή φάση της παγκόσμιας οικονομίας, η ανθρωπότητα οδηγήθηκε από το καπιταλιστικό σύστημα του λιμπεραλισμού και της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, στην πιο απάνθρωπη μορφή καπιταλισμού: στον ανεξέλεγκτο φιλελευθερισμό του παγκόσμιου κερδοσκοπικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, που λειτουργεί πάνω από το σύστημα παραγωγής αγαθών. Η τήρηση των όρων αυτής της πολιτικής από τα εθνικά κράτη γίνεται όλο και πιο  ασφυκτική. Στις δεσμεύσεις αυτές πρέπει να προστεθεί και ο πολύ στενός κλοιός των δεσμεύσεων της ΕΕ, ο οποίος είναι σε πλήρη εναρμόνιση με τον παγκόσμιο που σκιαγραφήσαμε. Με αυτά τα δεδομένα, στην ΕΕ έχει πια εξαφανιστεί κάθε ίχνος κοινωνικής πολιτικής και πολιτικής προστασίας της εθνικής οικονομίας. Πρέπει δε να επισημάνομε ότι τα δεσμά του παγκόσμιου καπιταλισμού και εκείνου της ΕΕ είναι θεσμοθετημένα, κάθε δε παράβαση αντιμετωπίζεται με εξουθενωτικές κυρώσεις. Έτσι, η εθνική οικονομική πολιτική πρέπει να αναζητήσει διεξόδους στον ανταγωνισμό των αναδυόμενων οικονομικών δυνάμεων με τις ΗΠΑ και την ΕΕ και των ΗΠΑ με την ΕΕ, καθώς  και στη διαφαινόμενη από το 2011 χαλάρωση των αρχών του νεοφιλελευθερισμού ως προς το ανεξέλεγκτο του κεφαλαίου, από μέρους κυρίως του ΔΝΤ.
στ. Η ανάπτυξη στο ελληνικό κράτος. Η εφαρμογή κάθε υγιούς αναπτυξιακής πολιτικής που σχεδιάζεται στο πλαίσιο της διακυβέρνησης του ελληνικού κράτους ανέκαθεν εκφυλίζεται ή και ματαιώνεται. Αυτό οφείλεται στο ότι ο κρατικός μηχανισμός είναι σε αφάνταστο βαθμό ελλειμματικός σε οργάνωση και λειτουργία και φαύλος. Η παθολογία αυτή έχει διαβρώσει το σύνολο του κρατικού μηχανισμού, δηλαδή και τις τρεις λειτουργίες του κράτους (νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική), καθώς και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Η βαρύτατη αυτή παθολογία του ελληνικού κρατικού μηχανισμού, η οποία εμφανίζεται με φαυλότητα, με άρνηση και  με στρέβλωση υπηρεσιών, με παροχή λανθασμένων και άσκοπων υπηρεσιών και με δυσλειτουργίες  που φθάνουν μέχρι την ανυπαρξία κράτους, είναι στο σύνολο της θετικά ή αρνητικά νομοθετημένη. Όλα, δηλαδή, τα βαριά αυτά συμπτώματα, είναι ενταγμένα στο θεσμικό μας σύστημα είτε  ως   στρεβλές ή ελλειμματικές ρυθμίσεις είτε ως κενά της νομοθεσίας. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι κανείς μέχρι σήμερα δεν έχει απεικονίσει την πραγματικότητα της παθολογίας αυτής του κρατικού μηχανισμού, που είναι χρόνια και σε συνεχή εξέλιξη από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, ούτε έχει σχεδιαστεί ποτέ σωστή αντιμετώπιση.
Με αυτό το δεδομένο κρατικό μηχανισμό, δεν πρόκειται να έχει έστω και μικρή επιτυχία καμιά αναπτυξιακή πολιτική. Για να είναι, συνεπώς, ένα πολιτικό πρόγραμμα αξιόπιστο, πρέπει να έχει ως πρώτο βασικό κεφάλαιο τη διαρθρωτική επέμβαση στον κρατικό μηχανισμό, αρχίζοντας από τις άμεσα κρίσιμες υπηρεσίες για την ανάπτυξη, όπως είναι: οι υπηρεσίες φορολογίας και επενδύσεων, και για τη δρομολόγηση κοινωνικής πολιτικής, οι υπηρεσίες υγείας, κοινωνικής ασφάλισης και παιδείας. Οι τελευταίες απαιτούν περισσότερο χρόνο και βαθύτερη γνώση.
ζ. Η εθνική εξωτερική πολιτική. Όσα αναπτύξαμε πιο πάνω περιγράφουν σε αδρές γραμμές τα δεσμά της εσωτερικής πολιτικής του εθνικού κράτους, που επιβάλλει σήμερα το υπερεθνικό κεφάλαιο, μπαίνοντας μέσα και στην τελευταία γωνιά της κοινωνικής ζωής του. Υπάρχει, όμως, και ο δεύτερος μεγάλος τομέας υπόστασης του εθνικού κράτους: ο τομέας της διεθνούς του οντότητας και παρουσίας, ο τομέας που καλύπτει η εξωτερική πολιτική, ο οποίος έχει αλωθεί -και αυτός- από την εξουσία του χρηματοπιστωτικού συστήματος μέσω των ισχυρών κρατών που επιδιώκουν τη δική τους γεωπολιτική επέκταση. Οι εξουσίες αυτές μας έχουν επιβάλει πολλούς μονόδρομους εξωτερικής και οικονομικής πολιτικής. Πρέπει, όμως, να γνωρίζομε ότι, για τα μικρά κράτη, πάντοτε υπάρχουν κενά κηδεμόνευσης που μπορούν να τα αξιοποιήσουν. Την εποχή του ψυχρού πόλεμου και μετά το τέλος της βραχύβιας ομάδας των Αδέσμευτων Κρατών, οι εναλλακτικές λύσεις της εξωτερικής πολιτικής των μικρών κρατών ήταν πολύ λίγες, λόγω της ριζικής ιδεολογικοπολιτικής και θεσμικής   διαφοράς των δύο αντίπαλων καθεστώτων. Σήμερα, οι δυνατότητες πολυδιάστατης και σχετικά ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής είναι πολύ περισσότερες, κυρίως λόγω των ανταγωνισμών των μεγάλων δυνάμεων για τη γεωπολιτική τους κυριαρχία. Στο πλαίσιο αυτών των δυνατοτήτων ανήκει και η πολιτική αξιοποίησης του εθνικού πλούτου και της γεωπολιτικής θέσης των μικρότερων κρατών.
Με τα δεδομένα αυτά, μπορεί και πρέπει η εξωτερική πολιτική της χώρας, να παρακάμψει τους μονοδρόμους που τις επιβάλλουν με απάτη και ψυχολογική βία και να ακολουθήσει πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική για τα συμφέροντα της χώρας και για την επίλυση των «εθνικών θεμάτων» της. Πρέπει δε να υπογραμμιστεί ότι χωρίς πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική  δεν μπορεί να ασκηθεί με επιτυχία ούτε η πολιτική αποδέσμευσης από τα «Μνημόνια».
3. Η δυνατή αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης.
α. Η ανάγκη επιτυχίας. Για να  έλθομε στο κεφάλαιο της αντιμετώπισης της κρίσης, κάναμε μια σκιαγράφηση των διαφόρων ορίων και δεσμών που έχει σήμερα μια αριστερή διακυβέρνηση ενός αστικού κράτους. Πριν από αυτό, όμως, πρέπει να υπογραμμίσομε ότι, χωρίς να λογαριαστούν αυτά τα όρια, η αριστερή πολιτική θα αποτύχει και κάθε αποτυχία αριστερής πολιτικής είναι χειρότερη από κάθε άλλη αποτυχία διακυβέρνησης, γιατί ενισχύει την απάτη των μονοδρόμων, το συντηρητισμό και το ισχύον πολιτικό σύστημα επιβολής. Κάθε αριστερό κόμμα, συνεπώς, είναι υποχρεωμένο να επιλέξει, μεταξύ επιτυχίας και αποτυχίας του αγώνα, το δρόμο της επιτυχίας της πολιτικής του. Το μεγάλο πλήγμα στην απάνθρωπη πολιτική του κέρδους και στην επιβολή εξουσίας που εφαρμόζεται σήμερα μπορεί να επιφέρει μόνο η πολιτική επιτυχία μιας ανθρώπινης κοινωνικής πολιτικής, που θα δημιουργήσει τον αέρα αισιοδοξίας σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο. Αν δεν μπορεί να γίνει σωστή επιλογή διακυβέρνησης, είναι καλύτερη η παραμονή στη διαμαρτυρία και στην αντίσταση.
β. Οι τρεις διαστάσεις της αντιμετώπισης της κρίσης. Ήδη διαφαίνεται σε όσα προηγούνται ότι μια κυβερνητική αντιμετώπιση της κρίσης στο εθνικό μας επίπεδο είναι τρισδιάστατη. Περιλαμβάνει, δηλαδή, τρεις βασικές πολιτικές, από τις οποίες η κάθε μια αποτελεί αναγκαίο όρο, για να μπορέσει να επιτύχει η εφαρμογή δρομολόγησης μιας ουσιαστικής πολιτικής ανάκαμψης και ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας: (α) την πολιτική αποδέσμευσης από το εμφανές και αφανές πρόγραμμα των άνομων και καταστροφικών «Μνημονίων», (β) την πολιτική ανάκαμψης και ανάπτυξης της χώρας και (γ) την πολυδιάστατη και εφικτού βαθμού αδέσμευτη εξωτερική πολιτική. Και οι τρεις κλάδοι πολιτικής αντιμετώπισης της κρίσης πρέπει να επενδυθούν σε αξιόπιστους σχεδιασμούς. Η δε ισχύς του καθενός είναι ουσιαστικά εξαρτημένη από τους άλλους δύο. Εδώ θα ασχοληθούμε με τον πρώτο όρο, που είναι και ιστορικά νεοφανής και ως προς τη συγκρότηση και ως προς τη μέθοδο επιβολής που ενέχει. Οι άλλοι δύο, ως διαχρονικοί, αφήνονται στις πολιτικές βάσεις και όρια δυνατοτήτων που σκιαγραφήσαμε.
(i) Τι εννοούμε με τον όρο «Μνημόνια»: Με τον όρο «Μνημόνια», που έχει υποβληθεί στη γλώσσα μας εντέχνως και δολίως, όπως αλλού έχομε αναπτύξει, εννοούμε όλα τα πακέτα συμφωνιών των ελληνικών κυβερνήσεων με τους δανειστές μας και όλους τους κατ’ ουσίαν εκτελεστικούς τους νόμους που έχουν γίνει από το Μάη του 2010 μέχρι σήμερα και έχουν δέσει χειροπόδαρα, όπως καθημερινά το ζούμε, την Ελλάδα. Όλες αυτές οι συμφωνίες και οι ελληνικοί νόμοι που τις εφαρμόζουν, όπως συνεχώς από το 2010 καταγγέλλομε, βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο, καθώς και με το Σύνταγμα και με όλα τα συντάγματα των ευρωπαϊκών χωρών (στο έξης: υπερκείμενο δίκαιο). Για αυτό το λόγο, αποτελούν νομικώς άκυρα και ανυπόστατα κατασκευάσματα. Παρά ταύτα εφαρμόζονται σε όλη τους της έκταση. Η αντίθεση, όμως, με το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο αποτελεί ένα από τα μεγάλα όπλα της Ελλάδας για την αποδέσμευσή της από τα «Μνημόνια», το οποίο πρέπει να κρατήσομε για τις επόμενες σκέψεις.
(ii) Τι σημαίνει αποδέσμευση από τα «Μνημόνια»: Η αποδέσμευση αυτή δε σημαίνει αποδέσμευση από κάθε υποχρέωση ® δεν είναι αποδέσμευση από τις νόμιμες υποχρεώσεις μας ® δεν είναι άρνηση κάθε χρέους. Σημαίνει αποδέσμευση από όλους τους αντίθετους με το υπερκείμενο δίκαιο όρους των συμφωνιών των ελληνικών κυβερνήσεων με τους δανειστές  της Ελλάδας, καθώς και αποδέσμευση από το «επαχθές» μέρος του συνολικού ποσού του δανεισμού της, το οποίο, όπως είναι γνωστό, είναι αντίθετο με το διεθνές δίκαιο και δεν υποχρεώνει την οφειλέτρια χώρα. Με άλλες λέξεις, αποδέσμευση από τα «Μνημόνια» σημαίνει: αποκατάσταση της νομιμότητας του δανεισμού της Ελλάδας ως προς το ύψος και ως προς τους όρους του δανεισμού. Ειδικότερα τονίζομε ότι σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να μείνουν οι όροι δέσμευσης της εθνικής κυριαρχίας και  δέσμευσης του συνόλου της περιουσίας και του συνόλου της οικονομικής πολιτικής της χώρας. Δεδομένου δε ότι οι δανειακές συμφωνίες από το Μάη του 2010 εφαρμόζονται μέσω εσωτερικής ελληνικής νομοθεσίας – επίσης ανυπόστατης λόγω αντισυνταγματικότητας- η αποδέσμευση από τα «Μνημόνια» περιλαμβάνει και την αποδέσμευση των ελλήνων πολιτών από τη νομοθεσία αυτή και την αποκατάσταση της νομιμότητας. Η πλευρά αυτή ανήκει στην εσωτερική πολιτική της κυβέρνησης και πρέπει να γίνει πολιτικά, με την κατάλληλη μέθοδο. Ανάλογη αντιμετώπιση θα πρέπει να έχει και το «πρόγραμμα δημοσιονομικής πολιτικής» και δέσμευσης της οικονομικής πολιτικής της Ελλάδας, που για πρώτη φορά σήμερα στην ιστορία του κρατικού δανεισμού συνδέεται ως όρος των δανειακών συμφωνιών και η τήρησή του επιτηρείται στο εσωτερικό της χώρας με ξένα όργανα, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου.
(iii) Πολιτική διαδικασία αποδέσμευσης. Η διαδικασία αποδέσμευσης από τα «Μνημόνια» είναι μοιραία συνδεδεμένη με πολλές κινήσεις τακτικής, οι οποίες δεν μπορούν να προβλεφθούν. Επιγραμματικά , μπορεί να περιγραφεί ως εξής. Ως πρώτο βήμα, πρέπει η κυβέρνηση να έχει ετοιμάσει το «οπλοστάσιό» της για μια τέτοια κίνηση, το οποίο περιλαμβάνει τα εξής «όπλα», που περιγράψαμε ήδη: (α) Να έχει αξιόπιστο πρόγραμμα ανάκαμψης και ανάπτυξης, που δε θα στηρίζεται στη δανειοδότηση των «Μνημονίων». Στο πρόγραμμα αυτό θα πρέπει να φαίνεται η αποφασιστική θέληση της Ελλάδας να επιδιώξει με σωστό προγραμματισμό, με κατάλληλες διαρθρωτικές μεταβολές του κρατικού μηχανισμού και με ελεύθερη αξιοποίηση των πηγών πλούτου της χώρας. (β) Να φαίνεται ότι η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να μην ακολουθήσει τους οικονομικούς και πολιτικούς μονόδρομους των δανειστών της, αλλά να κινηθεί και να διαπραγματευθεί με γνώμονα το οικονομικό και το πολιτικό συμφέρον της Ελλάδας (πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική). (γ) Να διασφαλίσει διεθνή υποστήριξη από ευρύτερο φάσμα δυνάμεων του διεθνούς πολιτικού ανταγωνισμού. (δ) Να αξιώσει τη διεθνή και την ευρωπαϊκή νομιμότητα ως μέλος της ΕΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Το επόμενο βήμα είναι η κίνηση της διαδικασίας με πρόταση διάσκεψης με τους δανειστές με στόχο την αποδέσμευση από τα «Μνημόνια» (όπως προσδιορίστηκαν πιο πάνω) και την αποκατάσταση της νομιμότητας και ως προς τους όρους της νέας συμφωνίας και ως προς το ύψος του χρέους. Σε περίπτωση άρνησης των δανειστών σ’ αυτή την πρόταση, το αμέσως επόμενο βήμα είναι: η εξασφάλιση και η άμεση άντληση των αναγκαίων οικονομικών μέσων για τη συνέχιση της λειτουργίας του κράτους και, συγχρόνως, η στάση εφαρμογής των «Μνημονίων» ως προς όλες τις «υποχρεώσεις» της χώρας απέναντι στους δανειστές. Παράλληλα θα πρέπει να  γίνουν όλες οι κατάλληλες διπλωματικές κινήσεις προς τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς ενημέρωσης για τις παραβιάσεις του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου, του πολιτεύματος και του Συντάγματος και για τις σχετικές διεκδικήσεις. Πάντως, πρέπει να υπογραμμίσομε ότι όλες οι κινήσει προς τη διεθνή κοινότητα και προς την ΕΕ θα πρέπει να επιλεγούν με γνώση και με προσοχή, δεν μπορούν δε να προβλεφθούν σήμερα. Σε περίπτωση πλήρους άρνησης των δανειστών να συναινέσουν στην πρόταση της κυβέρνησης, μοιραία ακολουθεί το στάδιο της μονομερούς πια πορείας με πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική στήριξης.
Οι σκέψεις που διατυπώνονται σ’ αυτό το κείμενο αναφέρονται σε αυτό που εκφράζει και ο τίτλος τους: σε ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα διακυβέρνησης που μπορεί να συντάξει ένα αριστερό κόμμα ή μια αριστερή συμπαράταξη πολιτικών ομάδων για να το χρησιμοποιήσει σε δύο επίπεδα του αγώνα του, στο επίπεδο για τη διεκδίκηση από το λαό της διακυβέρνησης της χώρας και για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης. Οι σκέψεις αυτές δεν μπορούσαν, φυσικά, να προσδιορίσουν όχι ειδικά θέματα ή τομείς, αλλά ούτε τα βασικά στοιχεία του περιεχομένου ενός πολιτικού προγράμματος. Περιορίστηκαν στην επισήμανση ορισμένων θεμελιωδών και κρίσιμων προϋποθέσεων για την επιτυχία ενός αριστερού πολιτικού σχηματισμού και στα δύο επίπεδα: (α) την αξιοπιστία του πολιτικού προγράμματος αντιμετώπισης της κρίσης στα ευρύτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας που θα συγκροτήσουν την πλειοψηφία του ελληνικού λαού και (β) την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής του. Χωρίς τις δύο αυτές προϋποθέσεις, αναμένει η αποτυχία και η πολιτική οπισθοδρόμηση του αγώνα για την απαλλαγή της Ελλάδας από την κρίση και τις απάνθρωπες δουλείες της.
Πειραιάς, Φεβρουάριος 2013