Οι Βασικές Θέσεις της Απόφ. 668/2012 της Ολομέλειας του Συμβούλιου Της Επικρατείας

 ΣΧΟΛΙΑ – ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ – ΣΚΕΨΕΙΣ

[Δημοσιεύθηκε στο νομικό περιοδικό «Το Σύνταγμα», τεύχος 1/2012 (Κυκλοφόρησε τον Ιαν. 2013), και στο Ειδικό Τεύχος του ΝοΒ, 31.12.2012]

 Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

          Ο προκείμενος σχολιασμός της απόφ. 668/2012 (Ολ.) ΣΤΕ αναφέρεται στο σκεπτικό του Δικαστηρίου (της Πλειοψηφίας και της Μειοψηφίας) που αφορά στη βασιμότητα των αιτήσεων ακυρώσεως και περιλαμβάνεται: (α) στις γενικές Σκέψεις 6 – 14, (β) στις Σκέψεις 27-33 σχετικά με το βασικό ζήτημα της συμβατότητας με το υπερκείμενο δίκαιο του ν. 3845/2010 σε συνδυασμό και με τις διεθνείς συνθήκες της Ελλάδας με τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης και το ΔΝΤ της 3-10.5.2010 και (γ) στις Σκέψεις 34-43 σχετικά με τη συμβατότητα προς το υπερκείμενο δίκαιο των επιμέρους περικοπών μισθών και ασφαλιστικών παροχών του δημόσιου τομέα. Στο πλαίσιο του σχολιασμού, παρατίθενται ως παρατηρήσεις και υποστηριζόμενες από το σ. θέσεις για ορισμένα βασικά ζητήματα, όπως είναι οι όροι σύναψης των διεθνών συμβάσεων, η αντισυνταγματικότητα της παρ. 9 του άρθρου Μόνο του ν. 3847/2010 που τροποποίησε την παρ. 4 εδ. β του άρθρου Πρώτο του ν. 3845/2010, η έννοια των κυρωτικών νόμων και η διάκρισή τους από τους εκτελεστικούς διεθνών συμβάσεων, ή έννοια του δημόσιου συμφέροντος, η ιδιοκτησία κ.ά. Ακολουθούν γενικές κριτικές παρατηρήσεις σχετικά με την όλη δίκη, κυρίως δε για τη σημασία του αντικειμένου της δίκης και την αντιμετώπισή του από το Δικαστήριο και το όλο πόνημα κλείνει με σκέψεις σχετικά με την de constitutione ferenda διάπλαση του ανώτατου επιπέδου δικαιοδοσίας στο χώρο του δημοσίου δικαίου –σκέψεις που έχουν διαμορφωθεί κατά τη διάρκεια πολλών ετών εμπειρίας του σχολιαστή.

Σε πολλά σημεία υπερβαίνω τα στενά όρια του αντικειμένου και των σκέψεων του Δικαστηρίου, καθώς και τα συνήθη όρια αυστηρότητας της κριτικής. Και τούτο, γιατί η σχολιαζόμενη απόφαση δεν είχε ένα αντικείμενο σύνηθες× είχε ένα αντικείμενο που δεν περιείχε συνήθη ζητήματα συνταγματικής νομιμότητας, αλλά ζητήματα αρχών του πολιτεύματος, εθνικής κυριαρχίας και θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη, ζητήματα ολοκληρωτικής δέσμευσης της ανεξαρτησίας της Ελλάδας για πολλές γενιές, ζητήματα, τέλος, που είχαν και έχουν άμεση και ζωτική σημασία για την επιβίωση της Ελλάδας και του Ελληνικού Λαού. Γι’ αυτό ακριβώς ο σχολιασμός δεν είναι ένας σχολιασμός συνήθους απόφασης, αλλά σχολιασμός στάσης απέναντι στην Ελληνική Δημοκρατία, στο Σύνταγμα και στον Ελληνικό Λαό του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, ως ανώτατου οργάνου δικαστικής προστασίας της εθνικής κυριαρχίας, της δημοκρατίας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη, αλλά και δικής μου ως πανεπιστημιακού δασκάλου και πολίτη.

Ο σχολιασμός δεν αναφέρεται στις κρίσεις του Δικαστηρίου που αφορούν στο παραδεκτό των αιτήσεων και αιτημάτων ακυρώσεως (Σκέψεις 1-5, 15-20 και 23-26), έκτος από ένα σύντομο σχόλιο που αφορά στην κρίση του παραδεκτού της αίτησης ακυρώσεως του ΔΣΑ (Σκέψεις 21-22). Γενικά δε ο σχολιαστής δεν αναφέρεται σε κρίσεις σχετικά με ζητήματα τα οποία απαιτούν γνώση των δικογράφων των αιτούντων και γενικά των στοιχείων του φακέλου.

Β. H ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΕΕ, ΤΗΣ ΟΝΕ, ΤΟΥ ΔΝΤ

    ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ (ΣΚΕΨΕΙΣ 6-14)

          Το Δικαστήριο, πριν από την εξέταση και κρίση του κύριου όγκου των ζητημάτων παραδεκτού των αιτήσεων ακυρώσεως και του συνόλου των κρίσεών του για τη βασιμότητα των ισχυρισμών και αιτημάτων των αιτούντων, παραθέτει διά μακρών, στις Σκέψεις 6-14 (σελ. 8-58), τα βασικά στοιχεία του σκοπού και των στόχων της ΕΕ, της ΟΝΕ και του ΔΝΤ, την πολιτική των εν λόγω οργανισμών για την εκπλήρωσή τους, καθώς και τις υποχρεώσεις της χώρας μας ως κράτους μέλους και την πολιτική της για την εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεων, όπως φαίνεται σε διάφορα επίσημα στοιχεία, πολιτικά έγγραφα και εισηγητικές εκθέσεις νόμων. Για να κρίνομε σωστά τη μακροσκελή αυτή έκθεση του Δικαστηρίου, αναφέρομε ορισμένα από τα βασικά στοιχεία του περιεχομένου της που επιλέξαμε, κατά τη σειρά των Σκέψεων.

1. Σκέψεις 6-8: Εδώ το Δικαστήριο περιγράφει, κατά βάση, τους σκοπούς της Ε.Ε. και της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), όπως αυτοί ορίζονται στη Σ.Ε.Ε., την απαιτούμενη δράση και την οικονομική πολιτική των κρατών μελών της Ένωσης και της ΟΝΕ και τις κατευθυντήριες αρχές που διέπουν τη δράση και την οικονομική πολιτική τους, όπως αυτά ορίζονται στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε.), και, τέλος, τους τρόπους και τα μέτρα αντιμετώπισης από τα όργανα της Ε.Ε της μη εκπλήρωσης των εν λόγω σκοπών, όρων, αρχών και υποχρεώσεων των κρατών μελών. Μεταξύ των όρων, επισημαίνεται και εκείνος του Πρωτοκόλου 12, που ορίζει ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα δεν μπορεί να υπερβεί το 3% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος το 60% του ΑΕΠ. Περιγράφονται (Σκέψη 7), επίσης, οι δεσμεύσεις και οι όροι δημοσιονομικής πειθαρχίας, καθώς και τα ληπτέα μέτρα και οι τρόποι αντιμετώπισης των παραβάσεων και οι σχετικές κυρώσεις που προβλέπει για τα κράτη μέλη της Ο.Ν.Ε. το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης της 17.6.1997. Στη Σκέψη 8 περιγράφονται, επίσης, οι σκοποί του ΔΝΤ, όπως αυτοί περιλαμβάνονται στις ιδρυτικές συμφωνίες του 1945 του εν λόγω οργανισμού (κυρωτικός αν.ν. 766/1945) και όπως διαμορφώθηκαν μεταγενεστέρως, καθώς και οι όροι, οι στόχοι και οι αρχές προσφυγής των κρατών στο μηχανισμό του Ταμείου και χρηματοδότησης από αυτό. Προστίθεται, επίσης, στο τέλος της Σκέψης, ότι οι διακανονισμοί για τη χρηματοδότηση των κρατών μελών του ΔΝΤ δεν αποτελούν διεθνείς συνθήκες (;).

2. Σκέψη 9. Στην προκείμενη Σκέψη, το Δικαστήριο αναφέρει κυρίως: (α) στοιχεία της συνεχούς αύξησης του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους από το 2003 στο 2010, (β) τις πράξεις εκτιμήσεων, επισημάνσεων και συστάσεων της Επιτροπής και του Συμβουλίου της ΕΕ, σχετικά με τις αυξανόμενες υπερβάσεις του μέτρου των αντίστοιχων μεγεθών που είχε θέσει η ΕΕ, (γ) στοιχεία από το περιεχόμενο του προγράμματος σταθερότητας και τις επικαιροποιήσεις του, με αναφορές στους στόχους και στα ληπτέα μέτρα για την απαιτούμενη δημοσιονομική προσαρμογή και εξυγίανση, (δ) τις υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από τους διαβόητους διεθνείς ιδιωτικούς οίκους και (ε) παράθεση των ληπτέων μέτρων που προέβλεπε η υπ’ αριθμ. 2010/190/ΕΕ Πράξη του Συμβουλίου (μείωση δαπανών, μισθολογικού κόστους, αριθμού των απασχολούμενων κοινωνικοασφαλιστικών δαπανών κ. ά., καθώς και αύξηση εσόδων με αυξήσεις φόρων, κατάργηση φοροαπαλλαγών και μεταρρυθμίσεις του φορολογικού συστήματος και του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων).

3. Σκέψη 10. Στην προκείμενη Σκέψη, το Δικαστήριο αντιγράφει το κείμενο της αιτιολογικής έκθεσης του ν. 3833/2010, ο οποίος δημοσιεύθηκε στις 15.3.10, πριν από την υπογραφή των συμβάσεων δανεισμού του Μαΐου 2010, είναι το πρώτο νομοθέτημα επιβολής έκτακτων και άμεσων δημοσιονομικών μέτρων για αντιμετώπιση της κρίσης και αποτελεί αντικείμενο της προκείμενης δίκης. Στο εκτενές τμήμα που αντιγράφει περιγράφεται με μελανά χρώματα η «δεινή θέση των δημοσίων οικονομικών» της Ελλάδας, με αναφορά στο «έλλειμμα αξιοπιστίας της Χώρας» και στα στοιχεία της οικονομικής κατάστασης (δημοσιονομικό έλλειμμα, το ύψος του δημόσιου χρέους, το ύψος των ετήσιων δαπανών και το ύψος των πρωτογενών δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού). Σ’ αυτή την οικονομική κατάσταση, η έχουσα τη νομοθετική πρωτοβουλία Κυβέρνηση στηρίζει, στο παρατιθέμενο τμήμα της αιτιολογικής έκθεσης, την αναγκαιότητα των μέτρων που εκθέτει λεπτομερώς στο εν λόγω κείμενο. Το κείμενο αυτό, που αποτελεί και το περιεχόμενο της Σκέψης 10, παρατίθεται σε εισαγωγικά χωρίς δικαστική κρίση ή αξιολόγηση –ούτε εδώ, ούτε σε άλλη θέση της απόφασης.

4. Σκέψεις 11-14. Μετά την επίκληση: των διεθνών συνθηκών για τους σκοπούς της ΕΕ, της ΟΝΕ και του ΔΝΤ και πράξεων και αποφάσεων με τις αξιολογήσεις και συστάσεις τους σχετικά με την οικονομική κατάσταση της Χώρας και την εφαρμοστέα οικονομική πολιτική τους, των στοιχείων των εν λόγω οργανισμών και του Υπουργείου Οικονομικών για την οικονομική κρίση και την ακολουθητέα οικονομική πολιτική και, τέλος, της αιτιολογικής έκθεσης του ν. 3833/2010 με την κυβερνητική πολιτική σχετικά με την αναγκαιότητα και το είδος των επιβαλλόμενων μέτρων, το Δικαστήριο καταφεύγει στα κείμενα των δανειστών πριν από την υπογραφή των κειμένων των δανειακών συμβάσεων (Σκέψη 11), καθώς και στα κείμενα των ιδίων των συμβάσεων του Μαΐου 2010 (Σκέψεις 12 και 14), για να συνδέσει με αυτά και να «θεμελιώσει» σε αυτά τη «συμβατότητα» προς το υπερκείμενο δίκαιο του νόμου 3845/2010 (Σκέψη 13), ο οποίος αποτελεί την πρώτη –μεθοδευμένα πρωθύστερη, όπως θα δούμε πιο κάτω- εφαρμογή των εν λόγω δανειακών συμβάσεων με την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ.

          Αναφερόμενο το ΣτΕ στην από 25.3.2010 Δήλωση των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων της Ευρωζώνης, παραθέτει τα εξής: (α) τη διακήρυξη των σκοπών τους για «εφαρμογή πολιτικών, που αποβλέπουν στην αποκατάσταση ισχυρής, βιώσιμης και σταθερής ανάπτυξης με στόχο την αύξηση των θέσεων εργασίας και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής» (αποδείχτηκε ψευδές)× (β) τους επαίνους των δανειστών, όπως: «οι ελληνικές αρχές έλαβαν φιλόδοξα και αποφασιστικά μέτρα, τα οποία αναμένεται να επιτρέψουν στην Ελλάδα να ανακτήσει την πλήρη εμπιστοσύνη των αγορών» (αποδείχτηκε ψευδές, «τα μέτρα εξυγίανσης που έλαβε η Ελλάδα (και) αποτελούν σημαντική συμβολή προς την ενίσχυση της δημοσιονομικής διατηρησιμότητας και της εμπιστοσύνης της αγοράς» (αποδείχτηκε ψευδές)× (γ) τη διαβεβαίωση ότι η «ελληνική κυβέρνηση δεν ζήτησε χρηματοδοτική υποστήριξη», καθησυχάζοντας έτσι τους Έλληνες (θυμόμαστε τις σχετικές πρωθυπουργικές δηλώσεις)× (δ) τη δήλωση ετοιμότητας των κρατών μελών της Ευρωζώνης για συντονισμένη δράση βοήθειας με σύμπραξη και του ΔΝΤ, μόνο ως έσχατο μέτρο, προμηνύοντας έτσι τον επερχόμενο δανεισμό. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο αναφέρεται στην από 11.4.2010 δήλωση των Υπουργών Οικονομικών των κρατών μελών της Ευρωζώνης, με την οποία καθόρισαν γενικά τους όρους της χρηματοδοτικής στήριξης σε πακέτο δανεισμού από αυτά και το ΔΝΤ και ανήγγειλαν την εκπόνηση από την Επιτροπή της ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ τριετούς προγράμματος οικονομικών μέτρων. Τέλος, αναφέρεται η υποβολή από την Ελλάδα της από 23.4.2010 αίτησης ενεργοποίησης του μηχανισμού στήριξης, σύμφωνα με τις παραπάνω δηλώσεις.

          Ακολούθως, το Δικαστήριο, στη Σκέψη 12, αναφέρεται στο «Μνημόνιο Συνεννόησης» με τα τρία προσαρτημένα σ’ αυτό «Μνημόνια», όπως υπεγράφησαν στην αγγλική από τους εκπροσώπους της Ελληνικής Δημοκρατίας και τον εκπρόσωπο των κρατών μελών της Ευρωζώνης, ειδικότερα δε στο «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής», όπως έχει στην ελληνική και προσαρτήθηκε στο ν. 3845/2010. Από το εν λόγω «Μνημόνιο» παρατίθενται εκτεταμένα τμήματα (από τη σελ. 37 μέχρι τη σελ. 47 της σχολιαζόμενης απόφασης), όπου εκτίθενται λεπτομέρειες και στοιχεία: (α) για την δυσμενή εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα, (β) για τους βασικούς στόχους και τις προοπτικές του επιβαλλόμενου οικονομικού προγράμματος, για τα μέτρα εισοδηματικής πολιτικής και «πολιτικής κοινωνικής προστασίας», της λήψης των οποίων η κυβέρνηση ανέλαβε την υποχρέωση (περικοπές μισθών κοινωνικοασφαλιστικών παροχών κ.λπ.), (γ) για τις «δημοσιονομικές πολιτικές», τις «πολιτικές στο χρηματοπιστωτικό τομέα» και τις «διαρθρωτικές πολιτικές» με όλες τις κατηγορίες των επιβαλλόμενων μέτρων που επίσης ανέλαβε να πραγματοποιήσει η κυβέρνηση (μειώσεις δαπανών, αυξήσεις εσόδων, μισθολογικές, φορολογικές, διοικητικές και άλλες μεταρρυθμίσεις, διαρθρωτικές μεταβολές κ.λπ.) και πολλά άλλα.

          Στη Σκέψη 14, το ΣτΕ αναφέρεται για πρώτη φορά στη «Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης, που υπεγράφη, στις 8.5.2010, από τους εκπροσώπους της Ελληνικής Δημοκρατίας και από τα άλλα 15 κράτη μέλη της Ευρωζώνης. Το Δικαστήριο εδώ περιορίζεται στο να παραθέσει: (α) από το άρθρο 1 (1) της Σύμβασης ότι «οι δανειστές καθιστούν διαθέσιμη στο Δανειολήπτη μια δανειακή διευκόλυνση», η οποία «υπόκειται στους όρους και τις προϋποθέσεις του Μνημονίου Συνεννόησης» και ότι «Ο Δανειολήπτης χρησιμοποιεί όλα τα ποσά που δανείζεται...τηρώντας τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το Μνημόνιο Συνεννόησης» και (β) από το Προοίμιο της Σύμβασης: ότι τα «Μέτρα που αφορούν το συντονισμό και την επιτήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας της Ελλάδας και ορίζουν κατευθυντήριες γραμμές της οικονομικής πολιτικής για την Ελλάδα, θα καθοριστούν με απόφαση του Συμβουλίου δυνάμει των άρθρων 126 (9) και 136» της Σ.Λ.Ε.Ε. και ότι η παρεχόμενη στήριξη συναρτάται με τη συμμόρφωση της Ελλάδας με τα μέτρα που ορίζει το Μνημόνιο Συνεννόησης. Το Δικαστήριο αναφέρεται επίσης: (α) στη «Συμφωνία μεταξύ των Πιστωτών», που συνήφθη την ίδια ημερομηνία (8.5.10), προσαρτήθηκε στη Σύμβαση και περιέχει τις ρυθμίσεις των μεταξύ τους σχέσεων ως προς το δανεισμό της Ελλάδας, (β) στην από 9.5.2010 έγκριση της χρηματοδότησης του ΔΝΤ και (γ) μια σειρά πράξεων και αποφάσεων των δανειστών, με λεπτομερή στοιχεία της ραγδαίας επιδείνωσης της κατάστασης στην Ελλάδα και της διάψευσης των πρώτων εκτιμήσεων.

Είναι γνωστό ότι η «Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης» αφενός μεν αποτελεί τη βασική σύμβαση, στην οποία στηρίζονται οι συμφωνίες δανεισμού και από την οποία εξαρτάται το κύρος του «Μνημονίου Συνεννόησης» με τα τρία επιμέρους «Μνημόνια» και της συμφωνίας μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του ΔΝΤ, αφετέρου δε είναι η σημαντικότερη για την Ελλάδα και κρισιμότερη για την κυριαρχία της, γιατί περιλαμβάνει τους πρωτοφανείς όρους δέσμευσης της Χώρας και του Ελληνικού Λαού. Παρά ταύτα, το Δικαστήριο τη χρησιμοποίησε απλά ως πηγή ήδη γνωστών και νομικά άσχετων στοιχείων, χωρίς προβληματισμό –όπως και για τις άλλες συμφωνίες- για το κύρος της.

Στη Σκέψη 13, τέλος, το ΣτΕ αναφέρεται στο ν. 3845/2010 και στα προσαρτημένα σ’ αυτόν έγγραφα, το περιεχόμενο των οποίων και περιγράφει. Ακολούθως παραθέτει όλα τα επιβαλλόμενα από τον εν λόγω νόμο μέτρα, που αποτέλεσαν και τα επίμαχα μέτρα της προκείμενης δίκης, για να καταλήξει στην αιτιολογική έκθεση του νόμου. Από την έκθεση αυτή αντιγράφει σε εισαγωγικά ένα μεγάλο τμήμα, το οποίο αρχίζει: «Η προσφυγή στο μηχανισμό ήταν το τελευταίο καταφύγιο για να αποτραπεί η χρεοκοπία της χώρας» και συνεχίζει με την πολιτική αιτιολογία των εν λόγω νομοθετικών μέτρων. Την αιτιολογία επιβολής των μέτρων αποδέχεται το Δικαστήριο χωρίς καμιά δικαστική αξιολόγηση και χωρίς κανένα νομικό σχόλιο. Παραπέμπει δε στα Πρακτικά της Βουλής που περιέχουν τη σχετική συζήτηση, χωρίς, όμως, να αναφέρει τις αντίθετες προς την κυβερνητική θέση απόψεις, ούτε να αξιολογεί την εν λόγω συζήτηση σε σχέση με τη δικαζόμενη υπόθεση, αποδεχόμενο, προφανώς, την αποτυπωμένη στην αιτιολογική έκθεση θέση της πλειοψηφίας.

          Δεδομένου ότι, μετά από την πρώτη κιόλας ανάγνωση του μακροσκελούς, πενήντα περίπου σελίδων, κειμένου του Δικαστηρίου, διαπιστώνει κανείς ότι δεν πρόκειται για νομικό κείμενο δικαστικής αιτιολογίας, είναι φυσικό να διερωτηθεί, γιατί τόσο εκτεταμένη η περιγραφή. Φαίνεται ότι ακριβώς επειδή δεν μπορούσε να υπάρξει δικαστικό σκεπτικό νομικής θεμελίωσης, θεωρήθηκε αναγκαία η εκτεταμένη παρουσίαση των πολιτικών λόγων που επέβαλαν τα παράνομα μέτρα, ώστε να μπορεί ευκολότερα να δικαιολογηθεί η στάση του Δικαστηρίου απέναντι στην υπόθεση που είχε να κρίνει. Σύντομο σχολιασμό του κειμένου αυτού παραθέτομε στις Γενικές Παρατηρήσεις αυτού του πονήματος.

Γ. Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ Ν. 3845/2010 ΚΑΙ Η ΚΥΡΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ

1. Σκέψεις 27-33 – Αντικείμενο

Στις Σκέψεις αυτές εξετάζεται το ζήτημα, αν ο ν. 3845/2010 έπρεπε να ψηφιστεί με βάσει τα άρθρα 28 § 2, 28 § 3 και 36 § 2 Σ. Στον εν λόγο νόμο, υπενθυμίζεται ότι επισυνάπτονταν τέσσερα μη υπογεγραμμένα κείμενα ως Παραρτήματα Ι-IV, μεταξύ των οποίων τα δύο (Παράρτ. ΙΙΙ και IV) ήταν τα κείμενα των δύο από τα τρία Μνημονίων της διεθνούς σύμβασης «Μνημόνιο Συνεννόησης» που υπεγράφη μετά από δύο ημέρες από την ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 3845/6.5.2010, που είχαν τίτλο «Ελλάδα - Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής» και «Ελλάδα – Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής», με ημερομηνία και τα δύο: 3.5.2010.

Η σχολιαζόμενη απόφαση έκρινε ότι ο νόμος αυτός δεν υπάγεται στις διαδικασίες του άρθρου 28 §§ 2 και 3 και 36 § 2 Σ. Δε θέλησε, όμως, να εξετάσει και βαθύτερα το ζήτημα της συνταγματικότητάς του, ως προϊόντος κατάχρησης της νομοθετικής εξουσίας. Οι σκέψεις τόσο της Πλειοψηφίας όσο και της Μειοψηφίας έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο από τη σκοπιά της ορθότητας της δικαστικής κρίσης στην προκείμενη υπόθεση όσο και από τη σκοπιά της νομικής θεωρίας και πράξης.

Στο κείμενο που ακολουθεί, διαχωρίζομε το σχολιασμό της απόφασης σε δύο διακρινόμενα, από άποψη του αντικειμένου, τμήματα, με διαχωρισμό στο κάθε τμήμα και των θέσεων Πλειοψηφίας και Μειοψηφίας: στο πρώτο τμήμα, στο οποίο εξετάζεται ο ν. 3845/2010 ως προϊόν αντισυνταγματικής μεθόδευσης της νομοθετικής λειτουργίας και σχολιάζεται το σκεπτικό της Πλειοψηφίας ως προς το αν υπαγόταν ο εν λόγω νόμος στην πλειοψηφία του άρθρου 28 § 2 Σ και η αντίστοιχη γνώμη της αποκλίνουσας Μειοψηφίας, και στο δεύτερο τμήμα, όπου εξετάζεται το ζήτημα της συνταγματικότητας του ιδίου νόμου, λόγω παράβασης των διατάξεων των άρθρων 28 § 3 και 36 § 2 Σ.

2. Το ζήτημα της συνταγματικότητας του ν. 3845 ως προϊόντος της νομοθετικής λειτουργίας.

α. Η κρίση της Πλειοψηφίας - Παρατηρήσεις

Ο εν λόγω νόμος, από την κατάθεση, τη συζήτηση και την ψήφισή του ως νομοσχεδίου και την έκδοση και δημοσίευσή του, σε συνδυασμό με τη συζήτηση και την υπογραφή και τη μη κύρωση των διεθνών συμφωνιών δανεισμού της χώρας, κατά τις ημερομηνίες 3-5 Μαϊου 2010, αποτελεί προϊόν φαύλης χρήσης της νομοθετικής διαδικασίας που προβλέπει το Σύνταγμα και, συνεπώς, σοβαρή παραβίαση της αντιπροσωπευτικής και της κοινοβουλευτικής αρχής του πολιτεύματος στο επίπεδο άσκησης της νομοθετικής και της κυβερνητικής λειτουργίας (ως προς τη νομοθετική πρωτοβουλία και ως προς τη σύναψη διεθνών συμβάσεων). Ο πυρήνας της συνταγματικής αυτής παραβίασης έγκειται στην όλη μεθόδευση της νομοθετικής διαδικασίας παραγωγής του ν. 3845/2010, σε σχέση με τη διαδικασία «σύναψης» των διεθνών συμβάσεων δανεισμού, από την άποψη περιεχομένου (τίτλου, τεχνικής ρυθμίσεων, εξουσιοδοτήσεων και συνημμένων στο σχέδιο νόμου Παραρτημάτων), χρόνου (σε σχέση με τις συμφωνίες δανεισμού) και παρουσίασης στη Βουλή και στο κοινό[1], η οποία (μεθόδευση) δημιούργησε πλήρη σύγχυση τόσο στο αντιπροσωπευτικό σώμα όσο και στον ελληνικό λαό ως προς το αν επρόκειτο για κύρωση διεθνών συμβάσεων, αν το περιεχόμενο των συνημμένων Παραρτημάτων δανεισμού ήταν το περιεχόμενο των διεθνών συμβάσεων ή αν επρόκειτο για νόμο του ελληνικού κράτους. Τη σύγχυση δε αυτή εκφράζει πλήρως η προσωνυμία του νόμου «Μνημόνιο». Η προσωνυμία αυτή, που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, δόθηκε εξαρχής ασφαλώς με το δόλιο σκοπό να δημιουργήσει τη σύγχυση, αν οι άνομες δανειακές συβάσεις κυρώθηκαν, αν έπρεπε να κυρωθούν από τη Βουλή ή, έστω, αν 

γνωστοποιήθηκαν στα μέλη της. Σε σχέση δε με το σκοπό αυτό, η μεθόδευση ήταν επιτυχής: πολλοί μέχρι σήμερα δε γνωρίζουν, αν οι διεθνείς συμβάσεις δανεισμού, το «Μνημόνιο», κυρώθηκαν ή αν έπρεπε ή όχι να κυρωθούν σύμφωνα με τα άρθρα 36 § 2 και 28 § 2 Σ. (Αλλά πώς να το γνωρίζουν οι έλληνες πολίτες, ακόμη και βουλευτές, όταν το ΣτΕ, όπως συνάγεται από τη Σκέψη 28 της απόφασης, φαίνεται να το αγνοεί). Η αντισυνταγματικότητα αυτής της μεθόδευσης, η οποία τύποις και ουσία συνιστούσε κατάχρηση νομοθετικής εξουσίας, που προκατέλαβε και υποκατέστησε τη συνταγματική κύρωση των διεθνών συμβάσεων δανεισμού, ανήκε στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, το οποίο όφειλε αυτεπαγγέλτως να τη διαγνώσει και να την εξετάσει. Ήταν, άλλωστε, τόσο εμφανής η μεθόδευση, όσο και γνωστό το ζήτημα στο Δικαστήριο από το φάκελο της υπόθεσης, στον οποίο υπήρχαν: και το φυλλάδιο έκδοσης του ΔΣΑ με τη μελέτη μου «Οι Συμφωνίες Δανεισμού της Ελλάδας», και η γνωμάτευσή μου για το ΔΣΑ «Αντίκρουση της Εισήγησης», όπου περιγραφόταν κριτικά το εν λόγω ζήτημα επαρκώς. Εδώ είναι ολοφάνερη για άλλη μια φορά η έλλειψη συνταγματικού δικαστηρίου.

Αντί το Δικαστήριο να προβεί στην ενδελεχή εξέταση του παραπάνω ζητήματος, προέβη, στη Σκέψη 27, στην εξέταση του βάσιμου ή του παραδεκτού του προβαλλόμενου λόγου αντισυνταγματικότητας του ν. 3845/2010 για παράβαση του άρθρου 28 § 2 Σ και, στη Σκέψη 28,   στη σύνταξη ενός δικανικώς περιττού και άσχετου, στην ουσία του, «αιτιολογικού». ΄Οσον αφορά στο σκεπτικό της Πλειοψηφίας στη Σκέψη 27, όπου θεωρεί ότι ο λόγος αντισυνταγματικότητας του παραπάνω νόμου για μη τήρηση του όρου της ειδικής πλειοψηφίας του άρθρου 28 § 2 είναι αβάσιμος, γιατί δεν αποτελεί διεθνή σύμβαση, καθώς και όσον αφορά στο σκεπτικό της Μειοψηφίας στην ίδια Σκέψη που θεωρεί τον προβαλλόμενο λόγο απαράδεκτο, γιατί το «Μνημόνιο δεν αποτελεί διεθνή συμφωνία», αλλά και αν αποτελεί, το ζήτημα της ψήφισης με την πλειοψηφία του άρθρου 28 § 2 ή όχι, δεν ελέγχεται δικαστικώς, γιατί το ζήτημα «ανάγεται στη διαδικασία» και όχι στο περιεχόμενο του νόμου, παρατηρούμε ότι δε διευκρινίζεται με σαφήνεια, τι εννοούν και τα δύο σκεπτικά με τον όρο «διεθνής σύμβαση» στη δικαζόμενη υπόθεση, τα προσαρτημένα στο ν. 3845/2010 κείμενα των δύο «Μνημονίων» ή τη δανειακή σύμβαση που είχε υπογραφεί ως «Μνημόνιο Συνεννόησης». Η σύγχυση αυτή –ή, τουλάχιστον, ασάφεια αιτιολογίας- πλανάται σε ολόκληρη την απόφαση. Επίσης, το σκεπτικό της Μειοψηφίας, ότι δεν ελέγχεται το κύρος μιας διεθνούς σύμβασης με βάση το άρθρο 28 § 2, γιατί αφορά στη διαδικασία και όχι στο περιεχόμενο, είναι, αναμφίβολα εσφαλμένο, γιατί λησμονεί ότι από την τήρηση του όρου αυτού εξαρτάται η ισχύς (του περιεχομένου) της σύμβασης ως εσωτερικού δικαίου.

Διαβάζοντας κανείς τη Σκέψη 28, δεν μπορεί παρά –τουλάχιστον- να διερωτηθεί, πώς ήταν δυνατό να γραφεί ένα τέτοιο κείμενο, συγκρινόμενο, μάλιστα, με το κείμενο της καθαρής και λιτής σκέψης των δύο συγκλινουσών με την πλειοψηφία μειοψηφιών που ακολουθούν. Γιατί η Πλειοψηφία του Δικαστηρίου θέλησε να εμπλέξει μέσα στο κείμενο οικονομικής πολιτικής της νομικά άσχετης αιτιολογίας της συγκεκριμένης κρίσης το άσχετο με το κρινόμενο αντικείμενο ζήτημα του αν η σύμβαση με τον τίτλο «Μνημόνιο Συνεννόησης», που υπεγράφη στις 3.5.2010 από τους εκπροσώπους των συμβαλλόμενων κρατών της Ευρωζώνης και της Ελληνικής Δημοκρατίας και συνδέθηκε αναπόσπαστα με τη «Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης» της 10.5.2010 και τη συμφωνία έγκρισης του ΔΝΤ, είναι διεθνής σύμβαση ή όχι; Γιατί θέλησε να στηρίξει με εσφαλμένα και ανακριβή επιχειρήματα την άποψη ότι το εν λόγω «Μνημόνιο Συνεννόησης» δεν είναι διεθνής σύμβαση που δεσμεύει νομικά το ελληνικό κράτος, αφού η σύμβαση αυτή δεν έχει τυπικά καμιά νομική σχέση με το ν. 3845/2010, του οποίου τη συνταγματικότητα είχε υπό κρίσιν; Το παρεμβαλλόμενο αυτό ασυνήθιστα μακρύ σκεπτικό, που καλύπτει τις σελίδες 79, 80 και μέρος της 81ης της απόφασης, μπορεί να εξετάσει κανείς λεπτομερώς, για να διαπιστώσει ότι βρίθει αναιτιολόγητων θέσεων και ανακριβειών, όπως για παράδειγμα: (α) Το «Μνημόνιο Συνεννόησης», που υπεγράφη στις 3.5.2010 από τους εκπροσώπους των συμβαλλόμενων κρατών της Ευρωζώνης και της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν έχει το χαρακτήρα διεθνούς συνθήκης (νομικά αθεμελίωτη θέση)· (β) η σχέση ΔΝΤ και Ελλάδας δεν είναι νομικά δεσμευτική (επίσης νομικά αθεμελίωτη θέση[1])· (γ) το επιχείρημα ότι «οι διακανονισμοί για τη χρηματοδότηση των κρατών μελών του Ταμείου δεν αποτελούν διεθνείς συνθήκες» (σελ. 79 σε συνδυασμό με σελ. 23). Το επιχείρημα αυτό είναι αίολο για τους εξής λόγους: (α) Ο «Διακανονισμός Χρηματοδότησης Άμεσης Ετοιμότητας» του ΔΝΤ, που αποτελεί τη βάση της σχετικής χρηματοδότησης από αυτό, αναφέρεται στο Προοίμιο (3) της «Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης», που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της [άρθρο 12 (2) της Σύμβασης] – άρα είναι δεσμευτικός, (β) δεν προκύπτει από την ακροτελεύτια διάταξη του άρθρου V, εδ. 12, ι) του κυρωτικού ν. 1086/1980, «Κύρωση 2ης Τροποποιήσεως Συμφωνίας περί Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου», που εξουσιοδοτεί το Ταμείο, με πλειοψηφία 70% να υιοθετεί κανόνες και κανονισμούς για τη διαχείριση του Ειδικού Λογαριασμού Εκταμιεύσεων, (γ) το Δικαστήριο δεν εξετάζει το ζήτημα, αν ο εν λόγω «κανόνας» ή «αρχή», όπως καταγράφεται, αποτελεί μέρος της διεθνούς σύμβασης για την ίδρυση και λειτουργία του ΔΝΤ, ούτε αν ο «κανόνας» αυτός είναι σύμφωνος με το γενικό διεθνές δίκαιο και έγκυρος με βάση αυτό ή, έστω, νομικά δεσμευτικός για την Ελλάδα σε σχέση με τη σημερινή σύμβαση δανείου της Χώρας μας με το Ταμείο. Γενικά παρατηρούμε, ότι ολόκληρο το παραπάνω αιτιολογικό της Πλειοψηφίας, πέραν του ότι είναι εσφαλμένο ως άσχετο με την αιτιολογούμενη κρίση, μειώνει το κύρος του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, γιατί, με ένα άσχετο για την υπόθεση που εκδικαζόταν και πρωτοφανώς μακροσκελές obiter dictum υπέρ του ΔΝΤ, δίνει την εντύπωση πολιτικής προσφοράς στήριξης της νομιμότητας των δανειακών συμβάσεων, που κατά παράβαση του Συντάγματος, του δικαίου της ΕΕ και του διεθνούς δικαίου είχαν συναφθεί.

β. Η αποκλίνουσα μειοψηφία – Παρατηρήσεις

Ιδιαίτερα σημαντική είναι η Σκέψη 29, η οποία περιέχει τις μειοψηφούσες γνώμες των δικαστών: (α) του Αντιπροέδρου Σ. Ρίζου, (β) του Αντιπροέδρου Ν. Σακελλαρίου και των Συμβούλων Ευδ. Γαλανού, Γ. Παπαμεντζελοπούλου, Γ. Παπαγεωργίου, Γ. Ποταμιά και Β. Καλαντζή και (γ) των Συμβούλων Μ. Καραμανώφ και Ι. Γράβαρη. Πρόκειται για γνώμες ορθές, εμπεριστατωμένες και άριστα διατυπωμένες, που δείχνουν την εδραιωμένη γνώση και του διεθνούς δικαίου και του αντικειμένου της απόφασης, για γνώμες που ανταποκρίνονται πλήρως στο κύρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι βασικές θέσεις που προκύπτουν σαφώς από το συνδυασμό των εν λόγω γνωμών είναι: (α) ότι η «Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης» και το «Μνημόνιο Συνεννόησης» με τα προσαρτημένα σ’ αυτό τρία επιμέρους «Μνημόνια» αποτελούν διεθνείς συμβάσεις κατά το διεθνές δίκαιο και κατά το Σύνταγμα (άρθρα 36 § 2 και 28 § 2), (β) ότι οι εν λόγω διεθνείς συμβάσεις λόγω του ότι δεν εκυρώθησαν από τη Βουλή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα άρθρα 36 § 2 και 28 § 2 Σ (θα πρόσθετα: και βάσει του διεθνούς δικαίου), δεν ισχύουν, ούτε οι προβλεπόμενες σ’ αυτά δεσμεύσεις δεσμεύουν την Ελληνική Δημοκρατία και (γ) ότι οι εν λόγω συμβάσεις, αναγνωρίζοντας συνταγματικές αρμοδιότητας σε όργανα διεθνών οργανισμών, θα έπρεπε να κυρωθούν με την αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των βουλευτών και, ως εκ τούτου, είναι ανυπόστατες.

Ενώ, στην ουσία της νομικής θεμελίωσης, οι τρεις Γνώμες συμφωνούν, στο πλαίσιο της πρώτης και της τρίτης γνώμης φαίνεται να υποστηρίζεται ότι ο ν. 3845/2010 είναι κατ’ ουσίαν κυρωτικός του «Μνημονίου Συνεννόησης» και των επιμέρους τριών «Μνημονίων», ιδίως των δύο βασικότερων τα οποία προσαρτήθηκαν στο νομοσχέδιο του εν λόγω νόμου που ψηφίστηκε από τη Βουλή, και ως εκ τούτου, θα έπρεπε να ψηφιστεί με την πλειοψηφία του άρθρου 28 § 2 Σ. Άρα, από τη στιγμή που δεν ψηφίστηκε ο ίδιος σύμφωνα με το άρθρο 28 § 2, ως κατ’ ουσίαν κυρωτικός, είναι ως αντισυνταγματικός ανυπόστατος. Η δεύτερη γνώμη δέχεται ότι η «Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης» και το «Μνημόνιο Συνεννόησης» είναι διεθνείς συνθήκες και έπρεπε να κυρωθούν, λόγω του περιεχομένου τους, με βάση τα άρθρα 36 § 2 και 28 § 2, και, συνεπώς, είναι ανυπόστατες, ο δε ν. 3845/2010 κρίνεται , όχι ως κυρωτικός, αλλά ως εκτελεστικός των εν λόγω διεθνών συνθηκών. Ως προς τη διαφορά αυτή, που δεν επηρεάζει το τελικό ορθό συμπέρασμα ότι οι διατάξεις που επιβάλλουν τα προσβαλλόμενα μέτρα είναι αντισυνταγματικές και ο σχετικός λόγος ακυρώσεως είναι παραδεκτός και βάσιμος, θα ήθελα να συμβάλω στο να αρθεί η εν λόγω διαφορά του αιτιολογικού των δύο γνωμών, που δεν είναι άμοιρη και πρακτικής σημασίας:

Αναμφίβολα, ο ν. 3845/2010 είναι και ουσιαστικά κυρωτικός νόμος και αντισυνταγματικός. Είναι αντισυνταγματικός, γιατί το ότι είναι, στην ουσία του, κυρωτικός νόμος τον καθιστά, όπως ήδη αναπτύξαμε πιο πάνω, προϊόν αντισυνταγματικής μεθόδευσης, δηλαδή προϊόν κατάχρησης της νομοθετικής εξουσίας, με την οποία παραβιάστηκε το νόημα και οι δημοκρατικές και κοινοβουλευτικές εγγυήσεις της συνταγματικής νομοθετικής διαδικασίας και παρακάμφθηκαν οι διαδικασίες των άρθρων 36 § 2 και 28 § 2 Σ για την κύρωση των διεθνών συμβάσεων, που περιέχουν τις εγγυήσεις σεβασμού και προστασίας της κυριαρχίας του κράτους στο πεδίο σύναψης διεθνών συνθηκών. Αλλά αντισυνταγματικός είναι ο νόμος και λόγω του περιεχομένου του, το οποίο περιέχει και επιβάλλει τόσο την αναγνώριση συνταγματικών αρμοδιοτήτων σε όργανα διεθνών οργανισμών όσο και παραβιάσεις –όπως θα δούμε πιο κάτω- συνταγματικών δικαιωμάτων και δικαιωμάτων του ανθρώπου. Δεδομένου δε ότι τυπικά είναι προϊόν της κοινής νομοθετικής διαδικασίας και όχι της διαδικασίας κύρωσης διεθνών συνθηκών, αποτελεί, δηλαδή, κοινό τυπικό νόμο –εδώ εστιάζεται η αποκλίνουσα γνώμη μου- δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναλογικά στον εν λόγω νόμο η διάταξη του άρθρου 28 § 2 Σ, η οποία αποτελεί ρύθμιση διαδικασίας διεθνών συνθηκών ορισμένου περιεχομένου. Θεωρώ ορθότερο να δεχθούμε ότι ο νόμος αυτός, όπως προκύπτει από την εξωτερική μορφή, το περιεχόμενο και το χρόνο θέσπισής του, αποτελεί, όπως ανέφερα, προϊόν κατάχρησης νομοθετικής εξουσίας. Επιπλέον, πρέπει να δεχθούμε ότι το Σύνταγμα δεν επιτρέπει την αναγνώριση συνταγματικών αρμοδιοτήτων σε όργανα διεθνών οργανισμών με κοινό νόμο, έστω και αν αυτός ψηφιστεί με την πλειοψηφία του άρθρου 28 § 2 Σ, γιατί μια τέτοια παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων είναι δυνατή, κατά το Σύνταγμα, μόνο με τις εγγυήσεις άσκησης της κυβερνητικής λειτουργίας στο επίπεδο συζήτησης, σύναψης και κύρωσης των διεθνών συνθηκών, ως απόρροια της συνταγματικής υποχρέωσης της χώρας να εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον με την προαγωγή της διεθνούς συνεργασίας της με τη διεθνή κοινότητα, καθώς και των συνταγματικών υποχρεώσεων που επιβάλλει το άρθρο 2 § 2 Σ. Με άλλες λέξεις: η κοινή νομοθετική διαδικασία και ο κοινός νόμος δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη διαδικασία των άρθρων 36 και 28 του Συντάγματος με οποιαδήποτε αυξημένη πλειοψηφία, γιατί μόνη η Βουλή δεν καλύπτει τις προϋποθέσεις συνδυασμού και σύμπραξης κυβερνητικής και νομοθετικής λειτουργίας στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, που απαιτεί το Σύνταγμα.

Πέρα, όμως, από τις σκέψεις αυτές, είναι, αναμφίβολα, ορθή και η προαναφερθείσα δεύτερη γνώμη της Σκέψης 29. Εδώ διαχωρίζεται σωστά ο κυρωτικός από τον εκτελεστικό νόμο. Κυρωτικός, όπως είναι γνωστό, είναι ο νόμος που κυρώνει στο σύνολό της μια διεθνή σύμβαση. Αυτός ο νόμος, καταχρηστικά, κατά τη γνώμη μου, αλλά συχνά, μπορεί να περιέχει, συνήθως σε άρθρα αριθμούμενα ολογράφως, και διατάξεις σε εκτέλεση της σύμβασης που κυρώνει. Εκτελεστικός διεθνούς συμβάσεως είναι ο νόμος που περιέχει διατάξεις σε εκτέλεση ορισμένης διεθνούς σύμβασης και μόνο ως προς αυτές. Ακριβέστερο είναι ότι μόνο οι διατάξεις νόμου σε εκτέλεση διεθνούς σύμβασης αποτελούν «εκτελεστικό νόμο». Ο ν. 3845/2010, ως προς τις διατάξεις επιβολής μέτρων, είναι πράγματι εκτελεστικός των λόγω μη κυρώσεως ανυπόστατων δανειακών συμβάσεων, της «Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης» και του «Μνημονίου Συνεννόησης» -έστω και πρωθύστερα. Πρέπει δε να υπογραμμιστεί εδώ, για κάθε μελλοντική δικαστική κρίση, ότι όλοι οι μετέπειτα νόμοι, ως προς τις διατάξεις επιβολής μέτρων που προβλέπονται στις εν λόγω ανυπόστατες δανειακές συμβάσεις, είναι ως εκτελεστικοί των συμβάσεων αυτών, αντισυνταγματικοί και ανίσχυροι. Ανίσχυρες είναι και όλες οι, κατ’ εξουσιοδότησιν αυτών των νόμων, κανονιστικές και ατομικές διοικητικές πράξεις επιβολής σε εκτέλεση των δανειακών συμβάσεων μέτρων. Είναι δε ανίσχυρες όλες αυτές οι νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις και διοικητικές πράξεις λόγω έλλειψης νομοθετικής βάσης, αφού οι διεθνείς συμβάσεις που αποτελούν τη νομοθετική τους βάση είναι ανυπόστατες.

Θα ήθελα να επισημάνω διευκρινιστικά ότι η πρακτική σημασία της διάκρισης μεταξύ κυρωτικού και εκτελεστικού νόμου έγκειται στο έξης: Αν ένας κατ’ ουσίαν εκτελεστικός νόμος είναι συγχρόνως και κυρωτικός, η σχετική διεθνής σύμβαση είναι, τουλάχιστον κατά το μέρος που εκτελείται, έγκυρη και ισχυρή· αν δεν ειναι κυρωτικός, η μεν διεθνής σύμβαση είναι ανυπόστατη, οι δε εκτελεστικές διατάξεις, αν συνάγεται ότι θεσπίστηκαν σε εκτέλεση της ανυπόστατης σύμβασης, είναι ανυπόστατες ελλείψει νομοθετικής βάσης. Αν όμως δε συνάγεται σαφώς ότι είναι εκτελεστικές της σύμβασης, κρίνονται, ως προς τη συνταγματικότητά τους, ως διατάξεις κοινού νόμου. Γενικά, πάντως, οι δύο έννοιες θα πρέπει να διακρίνονται σαφώς.

3. Η συνταγματικότητα του ν. 3845/2010 με βάση τις διατάξεις των άρθρων 28 §§ 2 και 3 και 36 § 2

α. Η κρίση της Πλειοψηφίας – Παρατηρήσεις

Στις Σκέψεις 30-33 αντιμετωπίζεται από το Δικαστήριο το ζήτημα του κύρους της ΚΥΑ Φ 80000/14254/1097/6.7.2010 (ΦΕΚ Β΄1033/ 7.7.2010) «Ρύθμιση των προϋποθέσεων, του τρόπου και χρόνου καταβολής από τους οργανισμούς κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων - Πάσχα και επιδόματος αδείας.», που εκδόθηκε με βάση την εξουσιοδότηση της παρ. 15. του άρθρου Τρίτο του ν. 3845/2010, καθώς και των ατομικών πράξεων περικοπών που έχουν εκδοθεί κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω ΚΥΑ και του ιδίου νόμου.

Ας αρχίσομε την εξέταση του εν λόγω ζητήματος με τη Σκέψη 30 της Πλειοψηφίας. Μελετώντας την εν λόγω Σκέψη, διαπιστώνομε ότι –και εδώ- έχει πολλές ασάφειες και κενά, είναι πολλαπλώς εσφαλμένη και στηρίζεται σε εσφαλμένη βάση. Ανεξάρτητα από το πώς ήταν διατυπωμένη η νομική βάση του σχετικού ισχυρισμού των αιτούντων, το Συμβούλιο της Επικρατείας όφειλε -και αυτεπαγγέλτως- να εξετάσει το ζήτημα συνταγματικότητας της προσβαλλόμενης ΚΥΑ στη βάση του ευρύτερου ζητήματος της συνταγματικότητας του ν. 3845/2010 (και της παραπάνω εξουσιοδοτικής διάταξης), καθώς και στην ειδικότερη βάση της σχέσης και του κύρους των σχετικών περικοπών και των αντίστοιχων δεσμευτικών διατάξεων της «Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης» και του «Μνημονίου Συνεννόησης». Στο πλαίσιο αυτό, όφειλε το Δικαστήριο να εξετάσει το βασικό συνταγματικό ζήτημα της «κύρωσης» των δανειακών συμβάσεων, που προέβλεπε το Άρθρο Πρώτο, παρ. 4 του ν. 3845/2010 και της αντικατάστασης της σχετικής διάταξης με τις κατάφωρα αντισυνταγματικές και αντίθετες στο διεθνές δίκαιο διατάξεις με τις οποίες αντικατέστησε ο ν. 3847/2010 την «κύρωση» με «συζήτηση και ενημέρωση» και με την άμεση εφαρμογή τους από την υπογραφή των συμβάσεων. Κοινή νομική βάση των ζητημάτων αυτών -και μάλιστα βάση υπερκείμενου δικαίου, που καθιστά υποχρεωτική την αυτεπάγγελτη εξέτασή τους- είναι οι διατάξεις των άρθρων 28 και 36 Σ και το διεθνές δίκαιο για την έγκυρη σύναψη των διεθνών συνθηκών. Η πλειοψηφία του Δικαστηρίου, με την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως της ΚΥΑ Φ 80000/14254/1097/6.7.2010 (ΦΕΚ Β΄1033/ 7.7.2010), ως αβάσιμου κατ’ αυτήν και ως απαράδεκτου κατά τη συγκλίνουσα μειοψηφία των Συμβούλων Γ. Τσιμέκα και Δ. Κυριλλοπούλου, και με την εσφαλμένη σκέψη τους, ο λόγος τελικά έμεινε –καίτοι παραδεκτός και βάσιμος- αδίκαστος. Σχετικά με το ν. 3847/2010 ειδικότερα, στην εσφαλμένη σκέψη της Πλειοψηφίας τέθηκε αυτόχρημα το ζήτημα κύρους του νόμου αυτού και συγκεκριμένα της παρ. 9, με την οποία τροποποίησε τη διάταξη της παρ. 4 εδ. β΄ του άρθρου Πρώτο του ν. 3845/2010, που προέβλεπε την κύρωση των δανειακών συμβάσεων. Το Δικαστήριο, ωστόσο, απέφυγε να εξετάσει, ως όφειλε, το ζήτημα αυτό, αν και είχε τεθεί από τους αιτούντες. Η παράλειψη αυτή της Πλειοψηφίας μας δίνει την ευκαιρία να παρεμβάλλομε κάποιες σκέψεις σχετικά με τη δικαστική κρίση στο εν λόγω ζήτημα, γιατί αποτελεί ένα εύγλωττο παράδειγμα του πόσο σοβαρά και βαθιά παραβιάστηκε το Σύνταγμα με τις δανειακές συμβάσεις και πόσο σοβαρή είναι η ευθύνη του Συμβουλίου της Επικρατείας για την αντιμετώπισή της. Λόγω, μάλιστα, της σοβαρότητας του ζητήματος, δε θεωρώ απλώς ευκαιρία, αλλά ανάγκη –το ζήτημα της κατάφωρης αυτής αντισυνταγματικότητας θα έλθει σίγουρα και πάλι στα δικαστήρια- να πληρώσω, έστω και με ένα σκιαγράφημα, αυτό το κενό, διατυπώνοντας τις ακόλουθες σκέψεις:

Όπως ήδη περιγράψαμε, ο ν. 3845/6.5.2010 (ΦΕΚ Α΄/6.5.10) στην παρ. 4 εδ. β΄ του άρθρου Πρώτο όριζε ότι: «Τα μνημόνια, οι συμφωνίες και οι συμβάσεις του προηγούμενου εδαφίου, εισάγονται στη Βουλή για κύρωση». Πέντε μέρες μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού, τρεις μέρες μετά την υπογραφή της βασικής σύμβασης «Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης» της 8.5.2010 (που έθετε σε ισχύ, ως αναπόσπαστο μέρος της, και το από 3.5.2010 υπογεγραμμένο «Μνημόνιο Συνεννόησης») και μόλις μια ημέρα μετά τη συμφωνία (με ανταλλαγή επιστολών) Ελλάδας-ΔΝΤ, που έκλεινε το «πακέτο» του νομικά ενιαίου συστήματος δανειακών συμβάσεων του Μαΐου 2010, δημοσιεύθηκε ο ν. 3847/11.5.2010, ο οποίος, με την παρ. 9 του άρθρου Μόνο, αντικατέστησε στην παραπάνω διάταξη του ν. 3845/2010 τη λέξη «κύρωση» ως έξης: «9. Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου πρώτου του ν. 3845/2010 αντί της λέξης "κύρωση" τίθενται οι λέξεις "συζήτηση και ενημέρωση. Ισχύουν και εκτελούνται από της υπογραφής τους". Δηλαδή: η διάταξη αυτή του κοινού νομοθέτη κατάργησε την απαιτούμενη για το κύρος των διεθνών συμβάσεων κύρωση, που ορίζει το Σύνταγμα στα άρθρα 36 και 28 Σ και επιβάλλει (την κύρωση του άρθρου 36 Σ) το διεθνές δίκαιο! Στην πρωτοφανή αυτή πράξη του Νομοθετικού Σώματος, που δεν αποτελεί απλώς κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος και του διεθνούς δικαίου, αλλά πραξικοπηματική παραβίαση του πολιτεύματος, η Πλειοψηφία του Δικαστηρίου, αν και χρησιμοποίησε στο σκεπτικό της τις σχετικές διατάξεις, θεώρησε περιττό να αναφερθεί. Απέφυγε, μάλιστα, να αναφερθεί σ’ αυτό έστω και με ένα obiter dictum, που θα μπορούσε να είναι, για παράδειγμα: «ούτως ή άλλως είναι αντισυνταγματική η τροποποίηση». Αντ’ αυτού προτίμησε, όπως φαίνεται, να στηριχθεί και σ’ αυτή την αντισυνταγματική διάταξη, ισχυριζόμενη –χωρίς σωστή και εμπεριστατωμένη θεμελίωση- στο ότι ο λόγος ακυρώσεως στηριζόταν σε εσφαλμένη νομική βάση. Νομίζω ότι η Πλειοψηφία, αν σκεπτόταν ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο αποτελεί τον αποτελεσματικότερο φρουρό του Συντάγματος, θα έπρεπε, λόγω της βαρύτητας της παραβίασης αυτής του Συντάγματος, να το προστατεύσει, έστω και με ένα, επαναλαμβάνω, obiter dictum. Φαίνεται, όμως, ότι δεν είχε την απαιτούμενη θέληση.

Η σκέψη που παρέλειψε η Πλειοψηφία δεν ήταν περιττή, αλλά αναγκαία και υποχρεωτική. Ήταν αναγκαία, γιατί θα προφύλασσε τα αρμόδια όργανα του κράτους από το να εφαρμόσουν στο μέλλον τις διατάξεις αυτές που βαρύτατα παραβιάζουν το Σύνταγμα. Ήταν, όμως, και υποχρεωτική, για τον έξης λόγο: Ο ν. 3847/11.5.2010, που περιείχε τις δύο απαράδεκτες, καθαρά πραξικοπηματικές, διατάξεις παραβίασης του Συντάγματος, δημοσιεύθηκε, όπως σημειώσαμε, πέντε μέρες μετά τη δημοσίευση του ν. 3845/6.5.2010, τρεις μέρες μετά την υπογραφή της βασικής σύμβασης «Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης» της 8.5.2010 και μόλις μια ημέρα μετά τη συμφωνία (με ανταλλαγή επιστολών) Ελλάδας-ΔΝΤ. Η τροποποίηση δε αυτή του άρθρου Πρώτο, παρ. 4, εδ. β΄ και γ΄, έγινε, προφανώς, γιατί οι δανειστές, τρεις ημέρες πριν, είχαν επιβάλει στους εκπροσώπους της Ελληνικής Δημοκρατίας να υπογράψουν τον όρο ότι η «Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης» (συνεπώς, και το «Μνημόνιο Συνεννόησης»), αρχίζει αμέσως «μετά την υπογραφή της» [άρθρο 15 (1) ][2], ο οποίος είναι μεν θεμιτός, αλλά εφόσον ακολουθήσει, έστω και αργότερα, η κύρωση. Λαμβάνοντας κάνεις υπ’ όψιν τα ουσιαστικά και χρονολογικά αυτά στοιχεία της «ρύθμισης», δεν μπορεί παρά να συναγάγει ότι η πρόθεση να μην κυρωθούν υπήρχε –πώς άλλωστε να παρουσιασθούν στη Βουλή με τέτοιους όρους, όπως η παραίτηση από τις ασυλίες (και) εθνικής κυριαρχίας και της δέσμευσης του συνόλου της δημόσιας περιουσίας- ο δε νομοθέτης του ν. 3847/2010 απέβλεπε στο να καλύψει με νομοθετική κατάργηση της «κύρωσης» και τις εν λόγω συμβάσεις δανεισμού που μόλις είχαν υπογραφεί με τον όρο της άμεσης ισχύος και εφαρμογής τους, καθώς και τις μελλοντικές («επικαιροποιημένα Μνημόνια», συμβάσεις δευτέρου Μνημονίου» κ.ά.). Λησμόνησε, όμως, προφανώς να περιλάβει την –έστω και για λίγες ημέρες- απαιτούμενη ρητή διάταξη για την αναδρομική ισχύ της τροποποίησης. Πρέπει, ωστόσο, να υπενθυμίσομε εδώ ότι δεν είναι σταθερή η νομολογία ως προς την ανάγκη ρητής πρόβλεψης της αναδρομής· πολλές φορές δε δικαστικές αποφάσεις –εσφαλμένα, κατά τη γνώμη μου- συνήγαγαν την αναδρομικότητα ερμηνευτικά, ακόμη και με ερμηνεία αίολη. Γι’ αυτό ακριβώς όφειλε το δικαστήριο, επικουρικά, επισημαίνοντας αυτή την εκδοχή, να εξετάσει και τη συνταγματικότητα της τροποποίησης.

Η Πλειοψηφία του Δικαστηρίου, μαζί με τις συγκλίνουσες μειοψηφίες, εισήλθε ακολούθως, στη Σκέψη 32, στο ζήτημα της συνταγματικότητας του ν. 3845/2010, με βάση πια το άρθρο 28 § 3. Εδώ προσπαθεί να θεμελιώσει το ότι ο νόμος αυτός και το «Μνημόνιο» (ποιό Μνημόνιο;) δεν είναι αντίθετα προς το άρθρο 28 § 3 Σ στο σκεπτικό ότι ούτε σε περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας προβαίνουν, ούτε θίγουν δικαιώματα του ανθρώπου και τις βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος. Σύμφωνα δε με τις συγκλίνουσες μειοψηφίες, το μεν δάνειο «δεν συναρτάται με νομικό περιορισμό εθνικής κυριαρχίας», οι δε εγγυήσεις της εθνικής κυριαρχίας, των δικαιωμάτων του ανθρώπου και της δημοκρατίας του άρθρου 28 § 3 δε θίγονται από το Μνημόνιο Συνεννόησης. Καλά, ο όρος του άρθρου 14 § 5 της «Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης» που περιλαμβάνει την παραίτηση από όλες τις ασυλίες δεν αναφέρει ρητά τη φράση «παραίτηση από την ασυλία της εθνικής κυριαρχίας» και αγνοούμε το περιεχόμενο των «ασυλιών», η ρητή, όμως, αναφορά της παραίτησης από την «ασυλία της εθνικής κυριαρχίας» στο Παράρτημα 4 της Σύμβασης τί σημαίνει; Είναι πράγματι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να διατυπώσει κάνεις επιστημονικές κρίσεις σε ένα σκεπτικό αυτού του περιεχομένου. Και τούτο όχι μόνο, γιατί έχει να αντιμετωπίσει την εντελώς εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 28 § 3 και το εντελώς εσφαλμένο αιτιολογικό της μη εφαρμογής τους στην υπό κρίσιν περίπτωση, αλλά και για κάτι βαθύτατα απογοητευτικό: να διαπιστώνει, διαβάζοντάς το, ότι το Ανώτατο Δικαστήριο της Χώρας συνεχίζει να αναπαράγει τη σύγχυση στο λαό που σκόπιμα δημιούργησε η κυβέρνηση, καταχρώμενη την κυβερνητική και τη νομοθετική εξουσία, με τη μεθόδευση της «σύναψης» των δανειακών συμβάσεων, της μη κύρωσής τους, της νόθευσης των εννοιών «Μνημόνιο» και «διεθνής σύμβαση» και της θέσπισης των νόμων 3845 και 3847/2010. Η σύγχυση είναι διάχυτη σε όλες σχεδόν τις Σκέψεις της Πλειοψηφίας, ιδιαίτερα δε καταφανής στην προκείμενη Σκέψη. Αντί η Πλειοψηφία: πρώτα από όλα, προβαίνοντας στο νομικό χαρακτηρισμό και στον προσδιορισμό της νομικής τους φύσης, να διαχωρίσει με σαφήνεια τις έννοιες και το νόημα της «Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης» και του «Μνημονίου Συνεννόησης», του ν. 3845/2010 και των Παραρτημάτων του και, ακολούθως να κρίνει –και πάλι με σαφήνεια- τη σημασία τους για το αντικείμενο της δικαστικής της κρίσης, διατύπωσε μια γνώμη, όπου καμιά από αυτές τις έννοιες δε διαχωρίζεται από τις άλλες, με συνέπεια να μην μπορεί κανείς να κατανοήσει με βεβαιότητα το δικανικό συλλογισμό του Δικαστηρίου. Επειδή δε είναι δύσκολο να συμπεράνει κανείς ότι τα μέλη της Πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας -δικαστές του επιπέδου νομικών γνώσεων και εμπειρίας μελών Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου- παρασύρθηκαν στην ασάφεια από τη σκόπιμη δημιουργία σύγχυσης που προκάλεσε η κυβερνητική μεθόδευση της σύναψης και επιβολής των βαρών δανεισμού, εύκολα περνάει στη σκέψη ότι, για τη σαφήνεια, έλειπε η απαιτούμενη βούληση.

β. Οι γνώμες της Μειοψηφίας

Τα κενά και τις ασάφειες της Πλειοψηφίας ήλθαν να πληρώσουν οι εύστοχες μειοψηφούσες γνώμες στις Σκέψεις 31 και 33: των συμβούλων Γ. Ποταμιά και Β. Καλαντζή (Σκέψη 31), καθώς και των Αντιπροέδρων Σ. Ρίζου και Ν. Σακελλαρίου και των Συμβούλων Ευδ. Γαλανού, Γ Παπαμεντζελοπούλου, Γ. Παπαγεωργίου, Γ. Ποταμιά, Β. Καλαντζή και Μ. Καραμανώφ (Σκέψη 33). Σε όλες αυτές τις Γνώμες γίνονται δεκτά και το παραδεκτό και η βασιμότητα του λόγου ακύρωσης της ΚΥΑ Φ 80000/14254/1097/6.7.20 και των ατομικών προσφυγών. Σχετικά με τις Γνώμες αυτές, παρατηρούμε τα ακόλουθα:

Όσον αφορά στη γνώμη που διατυπώνεται στη Σκέψη 31, αυτή με λογική συνέπεια θεμελιώνει το ανίσχυρο των διατάξεων των παρ. 6 και 10-14 του άρθρου Τρίτο του ν. 3845/2010, που επιβάλλουν τα προσβαλλόμενα μέτρα (περικοπές κ.λπ.), αφού ο εν λόγω νόμος κρίνεται ως εκτελεστικός (βλ. πιο πάνω) των Διεθνών Συμβάσεων «Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης» και «Μνημόνιο Συνεννόησης» και, συνεπώς, ανίσχυρος, λόγω του ότι οι διεθνείς αυτές συνθήκες, σε εκτέλεση των οποίων τέθηκαν οι υπό κρίσιν διατάξεις, δεν εκυρώθησαν σύμφωνα με το άρθρο 36 § 2 Σ, με τη συνέπεια, όπως καταλήγει, να είναι ανυπόστατες. Έτσι, η εξέταση της αντισυνταγματικότητας της διάταξης της παρ. 9 του άρθρου Μόνο του ν. 3847/2010, που αντικαθιστά την «κύρωση» των Συμφωνιών με «ενημέρωση της Βουλής» και ορίζει την άμεση ισχύ τους, ορθώς, ως περιττή, παραλείπεται, παρά το ότι σαφώς συνάγεται και από την παραπάνω Σκέψη ως ανίσχυρη. Όσον αφορά στην παράκαμψη του Προέδρου της Δημοκρατίας με την εκπροσώπηση της Ελληνικής Δημοκρατίας από τον Υπουργό των Οικονομικών, σημειώνω ότι δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, γιατί έχει πια καθιερωθεί στο διεθνές δίκαιο και στη συνταγματική τάξη των σύγχρονων δημοκρατιών η δυνατότητα –η οποία έχει γίνει και πάγια πρακτική, ίσως και εθιμικός κανόνας- σύναψης των διεθνών συνθηκών με «απλοποιημένης μορφής διαδικασία», δηλαδή με εκπροσώπηση του κράτους και από άλλο όργανο (υπουργό, πρέσβη κ.λπ), αρκεί να είναι νόμιμα εξουσιοδοτημένο[3].

Όσον αφορά στη Σκέψη 33, διατυπώνονται τρεις ορθές γνώμες, που σε ορισμένα σημεία ακολουθούν και προηγούμενες. Στην πρώτη γνώμη, του Αντιπροέδρου Σ. Ρίζου, θεμελιώνεται ορθά και εμπεριστατωμένα η εφαρμογή του άρθρου 28 § 3 Σ στις δανειακές συμβάσεις («Μνημόνιο»), με συνέπεια το ανίσχυρο των εν λόγω συμβάσεων και του ν. 3845/2010 ως εκτελεστικού τους νόμου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την παραβίαση του Συντάγματος έχει και η επίκληση των άρθρων 1 § 3, 60 § 1 και 110 Σ. Η επίκληση των αρχών αυτών του δημοκρατικού πολιτεύματος που επενδύονται στις εν λόγω διατάξεις του Συντάγματος λησμονείται, συνήθως, για τη θεμελίωση αντισυνταγματικοτήτων. Στη δεύτερη γνώμη, του αντιπροέδρου Ν. Σακελλαρίου και των Συμβούλων Ευδ. Γαλανού, Γ Παπαμεντζελοπούλου, Γ. Παπαγεωργίου, Γ. Ποταμιά, Β. Καλαντζή και Ιώ. Ζόμπολα, με ορθή και εμπεριστατωμένη θεμελίωση, κρίνεται ανίσχυρη η διεθνής σύμβαση «Μνημόνιο Συνεννόησης» ως μη κυρωθείσα σύμφωνα με τα άρθρα 36 § 2 και 28 § 2 Σ, καθώς και ο ν. 3845/2010 ως εκτελεστικός της εν λόγω σύμβασης νόμος. Κατά την πρόσθετη δε αιτιολογία του Συμβούλου Ι. Ζόμπολα, ο εν λόγω νόμος είναι ανίσχυρος και λόγω παράβασης του άρθρου 28 § 3 Σ. Στην τρίτη, τέλος, γνώμη, η σύμβουλος Μ. Καραμανώφ διατυπώνει μια πολύ ενδιαφέρουσα και εμπεριστατωμένη σκέψη σχετικά με την ερμηνεία των εγγυήσεων της παραγράφου 3 του άρθρου 28 Σ, διαχωρίζοντας ορθώς και με σαφήνεια το πεδίο εφαρμογής της από το πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 2 του ιδίου άρθρου. Σχετικά με τη γνώμη αυτή, έχω να παρατηρήσω τα ακόλουθα:

Η εγγύηση του άρθρου 28 § 3 Σ λειτουργεί παραπληρωματικά προς τις εγγυήσεις των διατάξεων των άρθρων 27 §§ 1 και 2 Σ, 28 § 2 Σ και 36 § 2 Σ, ως προς την προστασία της εθνικής κυριαρχίας από περιορισμούς της με σύναψη διεθνών συμβάσεων. Για τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας με παραχώρηση αρμοδιοτήτων που προβλέπει το Σύνταγμα, με την τεχνική έννοια του όρου, ο συντακτικός νομοθέτης, με την παρ. 2 του άρθρου 28 Σ, είναι αυστηρότερος, σε σχέση με την παρ. 3 του ιδίου άρθρου και την παρ. 2 του άρθρου 36 § 2 Σ ως προς τους κάθε άλλης μορφής περιορισμούς της που θέτουν διεθνείς συμβάσεις. Σ’ αυτή τη γενική κατηγορία των κάθε μορφής περιορισμών υπάγονται και οι περιορισμοί του άρθρου 27 §§ 1 και 2 Σ, το κύρος των οποίων ο συντακτικός νομοθέτης εξαρτά επίσης από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Σωστά, επίσης, και με ευρύτητα η προκείμενη γνώμη ερμηνεύει, στην παρ. 3 του άρθρου 28, την έννοια του περιορισμού άσκησης της εθνικής κυριαρχίας, σε αντίθεση με την εσφαλμένη εκείνη ερμηνεία που τη συνδέει με την έννοια του περιορισμού της εδαφικής κυριαρχίας του άρθρου 27 Σ. Πρέπει δε εδώ, σε παρένθεση, να σημειώσομε ότι οι περιορισμοί της εδαφικής κυριαρχίας με μεταβολή των ορίων της ελληνικής επικράτειας (27 § 1) ή με παραχώρηση χρήσης ελληνικού εδάφους σε ξένη δύναμη (27 § 2) αναφέρονται σε νόμιμη, δηλαδή με βάση διεθνή συνθήκη, και όχι σε παράνομη, δηλαδή χωρίς τήρηση των διαδικασιών που προβλέπει το Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο, μεταβολή ορίων ή παραχώρηση χρήσης εδάφους. Πρέπει, επίσης, να παρατηρήσομε ότι εκ πρώτης όψεως φαίνεται δύσκολος ο διαχωρισμός περιορισμών της εθνικής κυριαρχίας με και χωρίς παραχώρηση «αρμοδιοτήτων». Και τούτο, γιατί το τυπικό κριτήριο-όρος του άρθρου 28 § 2, ότι η παραχώρηση αρμοδιοτήτων γίνεται «σε όργανα διεθνών οργανισμών», ενώ οι περιορισμοί κατά τα άρθρα 28 § 3 και 27 § 1 Σ είναι γενικοί και κατά το άρθρο 27 § 2 Σ γίνεται προς «ξένη στρατιωτική δύναμη», δεν είναι αρκετό για να διαχωρίσει τον τομέα εφαρμογής κάθε διάταξης από αυτές. Για παράδειγμα: οι περιορισμοί της εθνικής κυριαρχίας των άρθρων 28 § 3 και 27 § 2 ενέχουν πάντοτε παραχώρηση αντίστοιχης δημόσιας εξουσίας, η οποία μπορεί να είναι και σε όργανα διεθνών οργανισμών. Το ασφαλέστερο κριτήριο για τον προσδιορισμό του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 28 § 2 και το διαχωρισμό του από τα πεδία εφαρμογής των άρθρων 28 § 3 και 27 είναι: η έννοια της παραχώρησης αρμοδιότητας συνταγματικού οργάνου της Ελληνικής Δημοκρατίας ως τέτοιας προς όργανο διεθνούς οργανισμού (και μόνο).

Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το σκεπτικό της συμβούλου Μ. Καραμανώφ (τρίτη γνώμη στη Σκέψη 33) που αφορά στην έννοια του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο επικαλείται ο νομοθέτης του ν. 3845/2010 για την επιβολή των μέτρων που θεσπίζει. Στο εν λόγω σκεπτικό, επισημαίνεται ορθώς, ότι «δεν τεκμηριούται με τη δέουσα σαφήνεια και την παράθεση αναλυτικών στοιχείων ο λόγος για τον οποίο η προσφυγή στον υπό συγκεκριμένους όρους δανεισμό ήταν η μόνη λύση για την αποφυγή του κινδύνου χρεωκοπίας της χώρας, ούτε ότι τα λαμβανόμενα μέτρα ήταν αναγκαία, αλλά και τα μόνα ικανά και πρόσφορα για τον επιδιωκόμενο σκοπό, τηρούμενων και των άρχων της ισότητας και της αναλογικότητας». Η αξία αυτού του σκεπτικού έγκειται, μαζί με την ορθότητα του συμπεράσματος της αντισυνταγματικότητας του εν λόγω νόμου, και στο ότι μας προσφέρει ουσιώδη στοιχεία για να ερμηνεύσομε σωστά, στο επίπεδο της θεωρίας, τη συνταγματική έννοια του δημοσίου συμφέροντος, που απαιτείται για την επιβολή νόμιμων περιορισμών τόσο στις πολιτειακές πράξεις που αποτελούν άσκηση εθνικής κυριαρχίας, όσο και στην άσκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη. Αν και το ζήτημα του δημοσίου συμφέροντος έχει ιδιαίτερη σημασία για το επόμενο τμήμα του σχολιασμού της απόφασης, με αφορμή και σε συνδυασμό με τη γνώμη της συμβούλου Μ. Καραμανώφ, ας μου επιτραπεί να διατυπώσω εδώ κάποιες σκέψεις ως προς την εν λόγω έννοια:

Το δημόσιο συμφέρον αποτελεί όρο ισχύος όλων των μορφών δράσης, όλων των κατηγοριών πράξεων άσκησης δημόσιας λειτουργίας και σε όλα τα επίπεδα ισχύος του δικαίου (πολιτειακό, υπερεθνικό και διεθνές). Με άλλες λέξεις είναι στοιχείο της ratio κάθε πράξης δημόσιας εξουσίας, το οποίο είναι εγγυημένο από το υπερκείμενο δίκαιο όλων των επιπέδων ισχύος (συνταγματικού υπερεθνικού και διεθνούς) και, επομένως, αυξημένης τυπικής δύναμης απέναντι σε όλες τις πολιτειακές πράξεις και τις πράξεις υπερεθνικής εξουσίας. Δε νοείται πράξη δημόσιας λειτουργίας ή εξουσίας χωρίς δημόσιο συμφέρον. Πράξη δημόσιας εξουσίας χωρίς το στοιχείο αυτό της ratio, το στοιχείο εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, είναι αυθαίρετη και ανυπόστατη. Ο γενικός προσδιορισμός του ουσιαστικού του περιεχομένου είναι αυτός που περιέχεται στο συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 1 § 3 Σ που περιέχει την πηγή και τον προορισμό των εξουσιών («Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό και υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους»). Είναι σύνθεση διαδικασίας (της δημοκρατικής διαδικασίας έκδοσης και θέσης σε ισχύ των πολιτειακών πράξεων) και ουσίας του «υπέρ του Λαού» περιεχομένου της)· είναι σύνθεση ενέργειας και ύλης – μια σύνθεση διαπλαστικής υπέρβασης τυπικού και ουσιαστικού στοιχείου. Πρόκειται για μια αρχή, την οποία έχομε ονομάσει αλλού αρχή του «δημοκρατικού κυκλώματος». Σ’ αυτή τη βάση της ενεργού ουσιαστικής δημοκρατίας, ούτε το τυπικό στοιχείο της δημοκρατικής διαδικασίας (δημοκρατικής νομιμοποίησης) χωρίς την ουσία της ρήτρας «υπέρ του λαού», ούτε το ουσιαστικό στοιχείο της ρήτρας υπέρ του λαού χωρίς την ενεργό βούλησή του (αυταρχισμός) αρκεί. Στο περιορισμένο πεδίο της επικουρικής προς τον άνθρωπο πολιτειακής δράσης, όπου η πολιτειακή πράξη δεν περιορίζει ούτε θίγει τα εγγυημένα από το υπερκείμενο δίκαιο δικαιώματα του προσώπου, ούτε τη λαϊκή κυριαρχία, όπως είναι, για παράδειγμα, το πεδίο του (ιδιωτικού) ενδοτικού δικαίου, το δημόσιο συμφέρον εκφράζει ο ουσιαστικά και τυπικά σύμφωνος με το Σύνταγμα νόμος. Στο συνταγματικό επίπεδο, το δημόσιο συμφέρον, πρωτογενώς, ενσωματώνεται στη ratio των κανόνων δικαίου του Συντάγματος και του υπερκείμενου υπερεθνικού και διεθνούς δικαίου (άρθρο 28 § 1 Σ) και πραγματώνεται με την απρόσκοπτη ισχύ και εφαρμογή τους. Σ’ αυτό το επίπεδο ισχύει για τον κοινό και τον αναθεωρητικό νομοθέτη -και πάλι βάσει του Συντάγματος- ως όρος επιβολής με νόμο ή βάσει νόμου περιορισμών στην άσκηση της κυριαρχίας του κράτους και του λαού και στην άσκηση των εγγυημένων από το Σύνταγμα δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη. Για τους περιορισμούς αυτούς, όταν τίθενται με σύναψη διεθνούς σύμβασης, το Σύνταγμα, σε τυπικά συνταγματικό επίπεδο, προβλέπει τις πρόσθετες διαδικαστικές εγγυήσεις (κύρωση και αυξημένη πλειοψηφία) των άρθρων 27, 28 §§ 2 και 3 και 36 Σ. Τη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος σε δευτερογενές επίπεδο, ο συντακτικός νομοθέτης αναθέτει στην πολιτική επιλογή του κοινού νομοθέτη (δευτερογενώς) ως όρο επιβολής νόμιμων περιορισμών της κυριαρχίας και των εγγυημένων δικαιωμάτων –όρο που αποτελεί το βασικό στοιχείο της ratio του σχετικού νόμου. Ο δικαστικός έλεγχος ως προς το αν πληρούται αυτός ο όρος του δημοσίου συμφέροντος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιβολής περιορισμού με κοινό νόμο ή βάσει κοινού νόμου, που σημαίνει έλεγχο συνταγματικότητας του ίδιου του νόμου, αποτελεί, στην ουσία του, στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος που επέβαλλε το συγκεκριμένο περιορισμό με το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον της κατά το Σύνταγμα εγγύησης του περιοριζόμενου δικαιώματος ή (στην περίπτωση σύναψης διεθνών συνθηκών) της περιοριζόμενης άσκησης κυριαρχίας του κράτους. Ο δικαστικός αυτός έλεγχος δεν ανήκει μόνο στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του συγκεκριμένου εθνικού κράτους. Ανήκει και στη δικαιοδοσία των δικαστικών οργάνων του υπερεθνικού δικαίου, όπως, για την Ελλάδα, στο ΔΕΕ και στο ΕΔΔΑ, εφόσον έχομε, με τους επιβαλλόμενους περιορισμούς, εγγυήσεις του αντίστοιχου υπερκείμενου δικαίου.

Όσον αφορά στο είδος και στο επιβαλλόμενο βάρος με τους περιορισμούς, η αρχή της αναλογικότητας και οι λοιπές θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος, όπως η δημοκρατική αρχή και οι αρχές σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, της ισότητας, της ελευθερίας και του κοινωνικού κράτους δικαίου, καθώς και η αρχή προστασίας του πυρήνα των δικαιωμάτων και της κυριαρχίας του κράτους (ή εθνικής κυριαρχίας) έχουν ιδιαίτερη σημασία. Τις θεμελιώδεις αυτές αρχές εγγυάται το υπερκείμενο δίκαιο όλων των επιπέδων. Τα κριτήρια, συνεπώς, ύπαρξης ή μη ύπαρξης δημοσίου συμφέροντος είναι συνταγματικά. Επομένως, σύμφωνα με όλα αυτά, για την επιβολή περιορισμών στην κυριαρχία του κράτους και στα εγγυημένα από το υπερκείμενο δίκαιο δικαιώματα του πρόσωπου με νόμο ή με διεθνή σύμβαση, δεν αρκεί γυμνή η πολιτική επιλογή της κυβέρνησης, ως οργάνου της νομοθετικής πρωτοβουλίας και της σύναψης διεθνών συνθηκών, και της Βουλής, ως οργάνου της νομοθετικής εξουσίας· απαιτείται πλήρης αιτιολογία, σαφήνεια και τεκμηρίωση της ανάγκης επιβολής τους, όπως ορθώς παρατηρείται στη μειοψηφούσα γνώμη της Συμβούλου Μ. Καραμανώφ. Η έλλειψη αυτών και μόνη αρκεί για την αντισυνταγματικότητα των περιορισμών, γιατί αποκλείει το δικαστικό έλεγχο συνταγματικότητας και γενικά συμβατότητας με το υπερκείμενο δίκαιο, που είναι απαραίτητος για την εφαρμογή του δικαίου αυτού. Ειδικότερα ως προς την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, επισημαίνομε ότι η συμβατότητα με το υπερκείμενο δίκαιο θα πρέπει να ελέγχεται με όλα τα κριτήρια και τις επιμέρους βάσεις της αρχής: της αναγκαιότητας, της καταλληλότητας, του υπέρμετρου και του επαχθούς (Unzumutbarkeit) βάρους κ.λπ[4]. Όσον

αφορά δε στις παραπάνω αναφερόμενες θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος, υπενθυμίζομε ότι τις εγγυάται και το υπερεθνικό και το διεθνές δίκαιο. Οι εγγυήσεις αυτές είναι πολλές και διάχυτες σε πολλές πολυμερείς συνθήκες προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, καθώς και στις συνθήκες της ΕΕ. Όσον αφορά δε, ειδικότερα, στα δικαιικά όρια των δικαιωμάτων των δανειστών από διεθνείς συμβάσεις δανεισμού σε συνδυασμό με τους όρους επιβολής περιορισμών στην κυριαρχία του κράτους-δανειολήπτη και των δικαιωμάτων των πολιτών του -ζήτημα που έχει άμεση σχέση με την προκείμενη υπόθεση- αναφέρομε την αρχή της κατά προτεραιότητα υποχρέωσης του κράτους να διασφαλίσει την ικανοποίηση των βασικών αναγκών του λαού του και την κυριαρχία του απέναντι στις δανειακές του υποχρεώσεις, της οποίας αρχής έχομε επανειλημμένη εφαρμογή στο πεδίο των διεθνών σχέσεων. Αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία, όταν οι περιορισμοί επιβάλλονται, όπως στην προκείμενη περίπτωση, με διεθνείς συμβάσεις, το κύρος των οποίων εξαρτάται από την τήρηση των αρχών αυτών. Η πλειοψηφία του Συμβουλίου της Επικρατείας παρέβλεψε τους παραπάνω όρους, με τους οποίους εγγυάται το υπερκείμενο δίκαιο την κυριαρχία του κράτους και τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη και από την τήρηση των οποίων εξαρτάται η ισχύς των περιορισμών των δικαιωμάτων και αγαθών αυτών, ακολουθώντας τυφλά την πολιτική άγνοια της υπεύθυνης κυβέρνησης.

Δ. Η ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ (Σκέψεις 34–43)

Στις Σκέψεις 34 – 41 εξετάζονται τα ζητήματα συνταγματικότητας και, γενικότερα, συμβατότητας προς το υπερκείμενο δίκαιο των περικοπών μισθών και ασφαλιστικών παροχών (συντάξεων και επιδομάτων) των εργαζομένων και ασφαλισμένων αντίστοιχα του δημόσιου τομέα σε τρεις κύριες βάσεις: Στη βάση των εγγυήσεων της ιδιοκτησίας ( άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και άρθρο 17 Σ - Σκέψη 34), στη βάση των αρχών της ισότητας (άρθρο 4 §§ 1-2 Σ), της αναλογικότητας (άρθρο 25 § 1 εδ. δ Σ) και της αναλογικής ισότητας βαρών (άρθρο 4 § 5 Σ), (Σκέψη 35 επ.) και στη βάση της αρχής σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 § 1 Σ -Σκέψη 41).

1. Προστασία της ιδιοκτησίας.

Για το ζήτημα της αντίθεσης των περικοπών προς το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ προς το άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (ΧΘΔ, Συνθήκη Λισσαβώνας) σε συνδυασμό με την «Επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 17 – Δικαίωμα Ιδιοκτησίας» του προσαρτημένου σ’ αυτόν κειμένου: «Επεξηγήσεις σχετικά με το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων» και προς το άρθρο 17 §§ 1 και 2 Σ, παραπέμπω στα πονήματά μου: Οι συμφωνίες δανεισμού της Ελλάδας με την ΕΕ και το ΔΝΤ και Γνωμάτευση προς τον ΔΣΑ για το Συμβούλιο Επικρατείας – Αντίκρουση της Εισήγησης[1]. Όσον αφορά στο σκεπτικό της σχολιαζόμενης εδώ απόφασης, διαπιστώνει κάνεις ότι τα σοβαρά σφάλματα της Εισήγησης, που επισήμανα στην παραπάνω Γνωμάτευση, επαναλαμβάνονται και εδώ. Επιπλέον, έχω να προσθέσω και τις ακόλουθες παρατηρήσεις:

Το Δικαστήριο (Σκέψη 34), ενώ παραθέτει το κείμενο του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, παραλείπει να διακρίνει τη σημασία των δύο φράσεων, που αποτελούν το κλειδί αντιμετώπισης του ζητήματος: τη φράση «στέρηση της ιδιοκτησίας για δημόσια ωφέλεια» στο πρώτο εδάφιο της παρατιθέμενης παραγράφου και τη φράση «αναγκαία ρύθμιση της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιο συμφέρον» -και, μάλιστα, με την αξιοποίηση και των επεξηγήσεων που περιλαμβάνει το εδάφιο. Τουλάχιστον, ας αποφαινόταν –έστω και εσφαλμένα- αν υπάρχει ή όχι διαφορά μεταξύ τους. Η λεκτική αυτή διαφορά των δύο φράσεων δεν είναι ούτε τυχαία, ούτε απαντά μόνο στις εγγύησης του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ· είναι διαφορά ορολογίας μεταξύ των εννοιών: «στέρηση της ιδιοκτησίας για δημόσια ωφέλεια» και «νόμιμοι περιορισμοί της χρήσης ή της άσκησης του δικαιώματος της ιδιοκτησίας για δημόσιο συμφέρον». Το Δικαστήριο γνωρίζει ότι η ίδια λεκτική διαφορά υπάρχει και στο άρθρο 17 Σ και στο άρθρο 17 του ΧΘΔ της ΕΕ και στο κείμενο της σχετικής επίσημης «επεξήγησής» του· παρά ταύτα την αγνόησε. Είναι επίσης γνωστό ότι: για τη στέρηση τη ιδιοκτησίας, είτε για δημόσια (νόμιμη) ωφέλεια, είτε χωρίς να συντρέχει λόγος δημόσιας ωφέλειας (παράνομη στέρηση) απαιτείται αποζημίωση, διαφορετικά η πράξη είναι ανυπόστατη· ενώ, για επιβολή νόμιμων περιορισμών στη χρήση του αντικειμένου ή στην άσκηση δικαιώματος ιδιοκτησίας για την εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος, δεν απαιτείται –κατά κανόνα- αποζημίωση, εάν, όμως, δε συντρέχει δημόσιο συμφέρον, οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί είναι ανίσχυροι. Εκτός από την παράλειψη της διάκρισης των δύο παραπάνω εννοιών του γράμματος των εγγυήσεων της ιδιοκτησίας για το σκεπτικό, αν η διάκριση αυτή έχει και ποια νομική σημασία στην προκείμενη περίπτωση, υπάρχει και μια άλλη, σοβαρότερη από την πρώτη, παράλειψη: Το Δικαστήριο δεν προέβη σε αιτιολογημένο νομικό χαρακτηρισμό των επίμαχων περικοπών των μισθών και των ασφαλιστικών παροχών των εργαζομένων και των ασφαλισμένων του δημόσιου τομέα, με τη συνέπεια ότι η κρίση για τις εν λόγω επεμβάσεις στα αντίστοιχα ιδιοκτησιακά δικαιώματα παραμένει αναιτιολόγητη και αυθαίρετη. Λόγω της σοβαρότητας και του δυσεξήγητου των παραπάνω παραλείψεων, δεν μπορώ, ως πανεπιστημιακός δάσκαλος, παρά να σημειώσω την απογοήτευσή μου για την παράβλεψη βασικών στοιχείων της νομικής παιδείας και της νομικής επιστήμης.

Ας δούμε το συλλογισμό του σκεπτικού. Μετά το παρατιθέμενο κείμενο, έχομε την ακόλουθη πορεία σκέψης του Δικαστηρίου: Αφού γίνεται δεκτό ότι με τις εν λόγω διατάξεις κατοχυρώνεται η περιουσία του πρόσωπου, «το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημοσίας ωφέλειας», επισημαίνεται ότι «στην έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο από την τυπική κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο», υπάγονται, «όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα», αλλά όλα τα «περιουσιακής φύσεως» δικαιώματα και «τα κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα», αναφέροντας ειδικά: τα ενοχικά δικαιώματα και ειδικότερα: τις απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημοσίου ή του ιδιωτικού δικαίου, είτε είναι «αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικώς (...), ιδίως όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε παγιωμένη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του συμβαλλομένου κράτους». Ακολούθως, το σκεπτικό διευκρινίζει ότι στην εν λόγω έννοια της περιουσίας υπάγονται «και οι έναντι των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως αξιώσεις για την χορήγηση προβλεπόμενων από τη νομοθεσία του συμβαλλομένου κράτους κοινωνικοασφαλιστικών παροχών, τόσο στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος είχε καταβάλει στο παρελθόν υποχρεωτικώς εισφορές, όσο και στην περίπτωση που η χορήγηση της συγκεκριμένης παροχής δεν εξαρτάται από την προηγούμενη καταβολή εισφορών, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις που τίθενται, κατά περίπτωση, από το εθνικό δίκαιο» (ορθή η απεξάρτηση του δικαιώματος αυτού από το ζήτημα της ανταποδοτικότητας, το οποίο θεμελιώνει άλλο δικαίωμα). Διευκρινίζεται, επίσης, ότι στην ίδια προστατευόμενη έννοια της περιουσίας υπάγεται «και η αξίωση για καταβολή προβλεπόμενων από τη νομοθεσία του συμβαλλομένου κράτους αποδοχών, εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες για την καταβολή τους προϋποθέσεις». Βλέπομε ότι το Δικαστήριο προσδιορίζει ορθώς και με πλήρη ακρίβεια την έννοια της ιδιοκτησίας («περιουσίας»), που εγγυάται το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, ακολουθώντας πιστά τη νομολογία του ΕΔΔΑ και την απόφ. ΑΠ (Ολ) 40/1998, καθώς και την από δεκαετίες πάγια νομολογία των δικαστηρίων και τη θεωρία των ευρωπαϊκών χωρών. Με το σκεπτικό αυτό της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ολοκληρώνεται πια -και αυτό είναι εξόχως σημαντικό- η ομόφωνη αποδοχή από τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας μας της έννοιας που εγγυάται το υπερκείμενο δίκαιο όλων των ευρωπαϊκών κρατών. ΄Ομως, μέσα σ’ αυτό το ολοκληρωμένο σκεπτικό τη έννοιας της περιουσίας παρεισφρέουν λογικά παράσιτα, που θολώνουν πλήρως το δικανικό συλλογισμό, ο οποίος από τις σωστές έννοιες της ιδιοκτησίας και την έννοια της στέρησης της ιδιοκτησίας «περνάει» στους νόμιμους περιορισμούς της ιδιοκτησίας. Τα λογικά παράσιτα αρχίζουν από την «επεξήγηση», που αναφέραμε πιο πάνω, ότι «στην έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο από την τυπική κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο», υπάγονται, «όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα....» (ο τονισμός δικός μου). Τί εννοεί το Δικαστήριο: «αυτόνομο περιεχόμενο»; Δηλαδή το περιεχόμενο της «περιουσίας» (= ιδιοκτησίας) ή το περιεχόμενο της ιδιοκτησίας (=περιουσίας) είναι αντικείμενο άλλου είδους εγγύησης από εκείνη των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων κατά το ελληνικό δίκαιο; Η μόνη διαφορά είναι ότι τα επιμέρους ιδιοκτησιακά δικαιώματα είναι μόνο ως δικαιώματα αντικείμενο της εγγύησης του υπερκείμενου δικαίου, ενώ η περιουσία–ιδιοκτησία είναι και ως θεσμός. Από τα επόμενα δύο λογικά παράσιτα φαίνεται πια η πρόθεση του Δικαστηρίου να «θεμελιώσει» το αθεμελίωτο. Αμέσως μετά την ορθή ανάλυση της έννοιας της «περιουσίας», σπεύδει να προσθέσει το πρώτο: «Πάντως με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε μισθό ή σύνταξη ορισμένου ύψους (...) με συνέπεια να μην αποκλείεται, κατ’ αρχήν διαφοροποίηση του ύψους του μισθού ή συνταξιοδοτικής παροχής αναλόγως με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες». Και αμέσως ακολουθεί νέο άλμα: «Εξάλλου, για να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, υπό την ανωτέρω έννοια, πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις, καθώς και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος...». Ασφαλώς δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε μισθό ή σύνταξη ορισμένου ύψους. Τί σχέση, όμως, έχει αυτό με το δικαίωμα του εργαζομένου στο ύψος μισθού που παίρνει με βάση νόμο, συλλογική σύμβαση ή ατομική σύμβαση, ή παροχή κοινωνικής ασφάλισης βάσει νόμου και έναντι εισφορών του; Τί σχέση έχει η νομοθετική πρόβλεψη στέρησης τμήματος ή του όλου ποσού από μισθό ή παροχή κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλεται βάσει νόμου από νομοθετική πρόβλεψη, για παράδειγμα, καθυστέρησης καταβολής του ίδιου ποσού για ορισμένο χρόνο, που αποτελεί νόμιμο περιορισμό;

Από εκεί και πέρα το Δικαστήριο, αφού έχασε το δίκαιο, ήταν επόμενο αφενός να καταλήξει στο αυθαίρετο συμπέρασμα ότι τα επίμαχα μέτρα περικοπών αποτελούν «περιορισμό και όχι στέρηση περιουσιακών δικαιωμάτων» και να αλλοιώσει πλήρως το νόημα του άρθρου 17 Σ (σελ. 112 και 113) και αφετέρου να προσφύγει στην πολιτική αιτιολογία θεμελίωσης της πλήρωσης του όρου του δημοσίου συμφέροντος, που εσφαλμένα επέλεξε να δικαιολογήσει την επιβολή των επίμαχων περικοπών ως «περιορισμών». Η εν λόγω σκέψη αγνόησε εντελώς όσα πιο πάνω αναπτύξαμε για την έννοια του «δημοσίου συμφέροντος ως όρου για την επιβολή περιορισμών στα θεμελιώδη δικαιώματα. Στηρίζεται στα δεδομένα της ασκούμενης κυβερνητικής πολιτικής και στις εκτιμήσεις του ιστορικού νομοθέτη της συγκεκριμένης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Η συνεχής επανάληψη στο σκεπτικό των φράσεων: «κατά την εκτίμηση του νομοθέτη», «όπως εκτιμά ο νομοθέτης» ή «κατά το νομοθέτη» είναι χαρακτηριστική και είναι αυτό με το οποίο η Πλειοψηφία του Δικαστηρίου εξαντλεί καταληκτικά κάθε φορά την αιτιολογία πλήρωσης του όρου του δημοσίου συμφέροντος.

Θα υποτιμούσα τη νοημοσύνη του νομικού κόσμου της χώρας –αυτό που κάνει, δυστυχώς, το Ανώτατο Δικαστήριο- αν επιχειρούσα να αναλύσω το βαθμό έλλειψης του λογικού ειρμού σ’ αυτό το σκεπτικό. Τα «λογικά παράσιτα», όπως σημείωσα, που «στηρίζουν» τα παράλογα άλματα από την ορθή αφετηρία των εννοιών της ιδιοκτησίας και της στέρησής της στο εκ προοιμίου στοχευμένο συμπέρασμα της «συνταγματικότητας» των επίμαχων περικοπών αποτελούν γνήσια χαρακτηριστικά σοφίσματος, όπως τα κληροδότησε στην ανθρωπότητα ο Αριστοτέλης με τους «σοφιστικούς ελέγχους». Ο συντάκτης του σκεπτικού, μάλιστα, με τις επισημάνσεις «εξάλλου» και «υπό την ανωτέρω έννοια», τόνισε, χωρίς ίσως να το αντιληφθεί, το αγεφύρωτο των λογικών κενών από την αφετηρία στο συμπέρασμα, όπου ο δικανικός συλλογισμός κατακρημνίσθηκε στο βάραθρο του θανάτου, χωρίς καμιά δυνατότητα σωτηρίας του.

Στο παραπάνω σκεπτικό του Δικαστηρίου φαίνεται να υποβόσκουν δύο πεπλανημένες ή και συνάμα παραπλανητικές σκέψεις, οι οποίες μπορεί να δημιουργήσουν σύγχυση στη θεωρία και στην πράξη της προστασίας της ιδιοκτησίας, γι’ αυτό και θεωρώ σκόπιμο να φωτιστούν. Η μια θεωρεί την περιουσία ως αντικείμενο της εγγύησης του υπερκείμενο δικαίου, οπότε -μπορεί να συναχθεί ότι- τα επιμέρους ιδιοκτησιακά δικαιώματα δεν έχουν αυτοτελή προστασία, άρα είναι επιτρεπτή η στέρηση και κάθε περιορισμός τους για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Είναι, βέβαια, γνωστό ότι ολόκληρο το αστικό ιδιοκτησιακό σύστημα στηρίζεται δικαιικά στην αυτοτελή εγγύηση των επιμέρους ατομικών και αυτοτελών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων από κάθε μορφή στέρησης, επιτρέποντας περιορισμούς μόνο στην άσκησή τους,ενώ η «περιουσία» ή «ιδιοκτησία» προστατεύεται όχι μόνο ως (υποκειμενικό) δικαίωμα, αλλά και αντικειμενικά ως θεσμός. Η δεύτερη υποβόσκουσα σκέψη είναι ότι και μορφές στέρησης μέρους ή όλου του αντικειμένου αυτοτελούς ιδιοκτησιακού δικαιώματος συνιστούν περιορισμούς της ιδιοκτησίας και είναι νόμιμοι υπό τον όρο ότι εξυπηρετούν δημόσιο συμφέρον. Η σκέψη αυτή, βεβαίως, αντίκειται, όπως σημειώσαμε, και στο γράμμα των εγγυήσεων του υπερκείμενου δικαίου και στην πάγια θεωρία και νομολογία. Θα πρέπει πάντοτε να έχομε προ οφθαλμών τη διάκριση «ιδιοκτησία» (για τη στέρηση) και «άσκηση» ή «χρήση» της ιδιοκτησίας (για τους περιορισμούς). Το σύστημα αυτό προστασίας της ιδιοκτησίας δεν είναι τυχαίο. Αποτελεί τη βάση του οικονομικού (καπιταλιστικού) συστήματος της αστικής δημοκρατίας, μετριασμένο, έστω και ελάχιστα, με το θεσμό της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, με το σύστημα των κοινωνικών («νόμιμων») περιορισμών και με την προστασία των ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου δικαιωμάτων των εργαζομένων, των κοινωνικά ασφαλισμένων και γενικά των προσώπων των οικονομικά ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων. Εάν, παρά τα μέχρι σήμερα παραπάνω δεδομένα προστασίας της ιδιοκτησίας, το ΕΔΔΑ και το ΔΕΕ θελήσουν να μεταβάλουν ριζικά νομολογία, προς την κατεύθυνση της προκείμενης απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, αυτό θα σημαίνει βαθιά επέμβαση στο αστικό και καπιταλιστικό σύστημα ιδιοκτησίας, όχι, ασφαλώς, υπέρ του κοινωνικού (ή δημοσίου) συμφέροντος και γενικά της αρχής του κοινωνικού κράτους, αλλά υπέρ του οικονομικού συγκεντρωτισμού και της αντικοινωνικής πολιτικής παραβίασης των οικονομικών δικαιωμάτων ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων.

2. Αρχές της ισότητας, της αναλογικότητας, της αναλογικής ισότητας

   βαρών και αρχή σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου.

α. Το σκεπτικό της Πλειοψηφίας (Σκέψεις 35, 37, 38, 40)

Το Δικαστήριο προβαίνει, ακολούθως, στην εξέταση των ζητημάτων συνταγματικότητας των επίμαχων οικονομικών μέτρων με βάση τις αρχές της ισότητας (άρθρο 4 § 1 Σ), της αναλογικότητας (άρθρο 25 § 1 εδ. δ Σ), της αναλογικότητας βαρών (άρθρο 4 § 5 Σ) και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 § 1 Σ). Όσον αφορά στην αρχή της αναλογικότητας, παρατηρούμε ότι τα επίμαχα μέτρα περικοπών κρίνονται, καταρχήν, με τα συνταγματικής ισχύος κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας των βαρών του άρθρου 4 § 5 Σ και επικουρικώς με τα κριτήρια της γενικής αρχής της αναλογικότητας του άρθρου 25 § 1 Σ και της αρχής της ισότητας του άρθρου 4 §§ 1-2 Σ. Βασικός όρος-κριτήριο για την εφαρμογή της αρχής της ισότητας είναι η γενικότητα της ρύθμισης βάρους ή υποχρέωσης δικαιώματος κατηγορίας προσώπων ίσων ως προς την ουσιαστική βάση (ανάγκη, δυνατότητες, αξία παρεχόμενων υπηρεσιών κ.λπ.) επιβολής του συγκεκριμένου βάρους ή της συγκεκριμένης υποχρέωσης. Αντίθετα, η αρχή της αναλογικότητας ή της αναλογικής ισότητας και των δύο παραπάνω κατηγοριών, που αποτελεί τη βάση της κοινωνικής δικαιοσύνης, επιβάλλει την αναλογική προσαρμογή προς τη βάση της επιβολής υποχρέωσης ή της παροχής δικαιώματος προσώπων ατομικά ή κατά κατηγορίες προσδιορισμένων. Στο προκείμενο σκεπτικό του Δικαστηρίου, πέρα από την παρατηρούμενη και εδώ έλλειψη πληρότητας, λογικής συνοχής και επιστημονικά αποδεκτών επιχειρημάτων, δε φαίνεται αυτή η διαφορά μεταξύ της ισότητας και της αναλογικής ισότητας. Και τούτο, γιατί το σκεπτικό και εδώ στηρίζεται στην «εκτίμηση του νομοθέτη», την οποία αποδέχεται το Δικαστήριο χωρίς έλεγχο –χωρίς ακόμη και αυτό «τον οριακό έλεγχο», που δηλώνει επανειλημμένα ως υποχρέωσή του. Όταν δε αποφαίνεται υπέρ της μη παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας με τα επίμαχα μέτρα, παραθέτει κριτήρια της γενικής αρχής της ισότητας (τη γενικότητα της ρύθμισης, τη γενικότητα της ratio ή το γενικό σκοπό της επιβολής των εν λόγω μέτρων) και πάντοτε με βάση τις επιλογές της κυβερνητικής πολιτικής που εκφράζει ο ιστορικός νομοθέτης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Η αρχή της αναλογικότητας, τόσο της γενικής όσο και της αναλογικότητας των βαρών, δεν αποτελεί αρχή μόνο της ατομικής αντιμετώπισης από το κράτος της συγκεκριμένης περίπτωσης. Αποτελεί αρχή που ισχύει και εφαρμόζεται στο ευρύτερο πεδίο της κοινωνικής δικαιοσύνης. Στην επιβολή σε πρόσωπα περιορισμών στα δικαιώματα και «δημόσιων βαρών» «ανάλογα με τις δυνάμεις τους», το δικαστήριο οφείλει, όπως σημειώσαμε και πιο πάνω, να ελέγχει την τήρηση του όρου της αναλογικότητας (αναγκαιότητας, προσφορότητας, καταλληλότητας, βάρους κ.λπ.) τόσο σε σχέση με τη συγκεκριμένη ατομική περίπτωση, όσο και σε σχέση με την εισοδηματική ικανότητα και την επιβάρυνση θεσμικών κοινωνικών κατηγοριών (μισθωτών, φορολογουμένων, συνταξιούχων κ.λπ.), καθώς και σε σχέση με το κόστος ζωής (τιμάριθμος κ.λπ.), με το ανεκτό του βάρους κ.λπ. Καμιά από αυτές τις σκέψεις δεν απαντά στο σκεπτικό του Δικαστηρίου, το οποίο αφήνει ουσιαστικά το ζήτημα της αναλογικότητας των επίμαχων περικοπών χωρίς δικαστικό έλεγχο.

Ακόμη μεγαλύτερο έλλειμμα πλήρους και ορθής αιτιολογίας παρατηρεί κάνεις στο σκεπτικό σχετικά με το ζήτημα της παραβίασης ή μη της αρχής της προστασίας της αξίας του ανθρώπου. Η παράβαση του άρθρου 2 § 1 Σ δεν έχει, στην προκείμενη και σε καμιά περίπτωση, σχέση με τη μη κατοχύρωση από το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ ορισμένου ύψους αποδοχών, όπως εσφαλμένως ισχυρίζεται το Δικαστήριο (Σκέψη 35, σελ.114.). Αντί να αναζητά εγγύηση ορισμένου ύψους μισθού στο άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, θα έπρεπε να αναζητήσει την εγγύηση κατώτατου ορίου αποδοχών –που είναι εγγύηση ορισμένου ύψους αποδοχών- στην αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου. Ο έλεγχος δε, αν παραβιάζεται η εν λόγω υπέρτατη ανθρωπιστική αρχή του δικαίου και ανώτατου επιπέδου τυπικής δύναμης εγγύηση, δε γίνεται μόνο μετά από αίτηση των παθόντων, όπως το Δικαστήριο εσφαλμένως θέλει, για να παρακάμψει αμέσως μετά, το θεμελιώδες αυτό ζήτημα, που αποτελεί σήμερα το τραγικότερο κοινωνικό πρόβλημα του ελληνικού λαού· το Δικαστήριο όφειλε να ελέγξει αυτεπαγγέλτως, αν οι προσβαλλόμενες περικοπές παραβιάζουν, σε ορισμένες εισοδηματικές κατηγορίες πρόσωπων, το μέτρο του κατώτατου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη σχέση του εισοδήματος που απομένει σ’ αυτές με το κόστος των βασικών αναγκών του ανθρώπου (διατροφής, στέγασης, ένδυσης, υγείας, εκπαίδευσης και κάθε άλλης βασικής ανάγκης του ανθρώπου).

β. Οι θέσεις της Μειοψηφίας

Το σκεπτικό της Πλειοψηφίας ακολουθούν οι σχετικές γνώμες της Μειοψηφίας (Σκέψεις 36, 39 και 41). Ως προς τα ζητήματα της παραβίασης του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, του άρθρου 25 § 1 Σ και 4 § 5, καθώς και του άρθρου 2 § 1 Σ, αποτελούν ορθή και πλήρως αιτιολογημένη αντιμετώπιση των εν λόγω ζητημάτων οι γνώμες: (α) Του Αντιπροέδρου Ν. Σακελλαρίου και των Συμβούλων Ευδ. Γαλανού, Γ, Παπαμεντζελοπούλου, Γ. Ποταμιά και Β. Καλαντζή, με την προσθήκη και της Συμβούλου Μ. Καραμανώφ, ως προς το πρώτο ζήτημα (Σκέψη 36)· (β) των ιδίων και του Συμβούλου Γ. Παπαγεωργίου, ως προς το δεύτερο ζήτημα (Σκέψη 36)· (γ) των ιδίων [της γνώμης (α) και (β)], πλην της Συμβούλου Μ. Καραμανώφ, ως προς το τρίτο ζήτημα (Σκέψη 36). Ως προς το ζήτημα, τέλος, της παράβασης του άρθρου 4 § 5 Σ, εύστοχες είναι οι γνώμες (Σκέψη 39): (α) του Αντιπροέδρου Φ. Αρναούτογλου και (β) του Αντιπροέδρου Ν. Σακελλαρίου και των Συμβούλων Ευδ. Γαλανού. Γ. Παπαμεντζελοπούλου, Γ. Παπαγεωργίου, Γ. Ποταμιά, Ι. Ζόμπολα και Β. Καλαντζή. Ως προς το ίδιο ζήτημα, της παραβίασης του άρθρου 4 § 5 Σ, ιδιαίτερα εμπεριστατωμένη και ορθά θεμελιωμένη είναι η γνώμη των ιδίων μελών του Δικαστηρίου και της Συμβούλου Μ. Καραμανώφ (Σκέψη 41).

Ε. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

1. Η κρίση του Δικαστηρίου για το παραδεκτό της αίτησης ακυρώσεως του ΔΣΑ

Σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης ακυρώσεως του ΔΣΑ με βάση το άρθρο 199 του Κώδικα περί Δικηγόρων περίπτ. δ), έχω αναπτύξει τις θέσεις μου στη Γνωμάτευση για το Συμβούλιο Επικρατείας – Αντίκρουση της Εισήγησης, στην οποία και παραπέμπω[2]. Όσον αφορά στη σχολιαζόμενη απόφαση (Σκέψη 21), έχω να παρατηρήσω ότι η Πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, παρά το ότι δίκαζε μια από τις σημαντικότερες, νομίζω τη σημαντικότερη από την άποψη εθνικής και κοινωνικής σημασίας υπόθεση, της ιστορίας του, αντιμετώπισε το λυμένο ήδη με απόφασή του ζήτημα, εις βάρος του κύρους του, με προκλητική μικροψυχία: Στήριξε το παραδεκτό της αίτησης ακυρώσεως του Συλλόγου αποκλειστικά στην περίπτ. α) του παραπάνω αναφερόμενου άρθρου 199 λόγω του ότι θίγονταν από την προσβαλλόμενη πράξη και μέλη του, όχι απλώς παρακάμπτοντας την ιδιαίτερα σημαντική βάση της περίπτ. δ) του ιδίου άρθρου, αλλά και αποφεύγοντας να αναφερθεί έστω στην παλαιότερη δική του απόφαση. Η ευρύτατη, όμως, Μειοψηφία, η οποία περιλαμβάνει τον Πρόεδρο, τέσσερις Αντιπροέδρους και δέκα επτά Συμβούλους και δύο Παρέδρους, αποκατέστησε πλήρως το έλλειμμα της Πλειοψηφίας, επιβεβαιώνοντας και ενισχύοντας την απόφαση 4576/1977 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

2. H πολιτική εισαγωγή της απόφασης

          Παραθέσαμε ήδη[3] εκτεταμένη περιγραφή της μακροσκελούς έκθεσης της απόφασης (Σκέψεις 6-14), στην οποία αναπτύσσεται η πολιτική της ΕΕ, του ΔΝΤ και της Ελληνικής Κυβέρνησης που επέβαλλε τη δανειοδότηση του Μαΐου 2010, τις δεσμεύσεις της και τη δημοσιονομική πολιτική της Χώρας με τη λήψη των επίμαχων μέτρων σε βάρος των ελλήνων πολιτών. Η έκθεση αυτή, η οποία καλύπτει τις 50 από το σύνολο των 128 σελίδων της απόφασης, δεν αποτελεί κείμενο δικαστικής απόφασης, ιδίως δε δικαστικής αιτιολογίας, με τη δικονομική έννοια του όρου. Από την άποψη φυσιογνωμίας και περιεχομένου, αποτελεί είδος εισαγωγής σε κείμενο πολιτικής μελέτης, που έχει αντικείμενο την παρουσίαση και την ενίσχυση τρέχουσας πολιτικής. Ως δομή δε και τεχνική, δυστυχώς δεν μπορούμε να πούμε ότι περνά τα όρια της πρωτόλειου έργου. Πράγματι, η παρατηρούμενη σύγχυση ή ασάφεια σε διάφορα σημεία, οι ελλείψεις συνοχής και λογικού ειρμού, το άσχετο προς το δικαστικό ζήτημα σκεπτικό και διάφορες άλλες ελλείψεις τεχνικής του δικαστικού λόγου αποτελούν στοιχεία εμφανή και συχνά καταφανή, σε αντίθεση με την τεχνική αρτιότητα, το λογικό ειρμό και την επιστημονικότητα των κειμένων των μειοψηφιών, συγκλινουσών και αποκλινουσών, ανεξάρτητα από την ορθότητά τους. Αυτό δεν οφείλεται, ασφαλώς, σε διαφορά νομικής παιδείας ή μελέτης της υπόθεσης, αλλά στην αμηχανία και στη σύγχυση που δημιουργεί η προσπάθεια να βρεθούν επιχειρήματα νομιμότητας για τα παράνομα και δικαιολογία για τα αδικαιολόγητα –προσπάθεια που οδηγεί έξω από το πεδίο δικαστικής κρίσης, δικαστικής λογικής και νομικής γνώσης. Οδηγεί, δηλαδή, μοιραία σε πεδίο άλλης μορφής σκέψης και λόγου. Στο νέο αυτό πεδίο αιτιολογίας, που είναι πεδίο μάλλον δικαιολόγησης παρά δικαστικής αιτιολόγησης, ο έμπειρος δικαστής, ο οποίος έχει αναλώσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη διατύπωση δικαστικής κρίσης και στη σύνταξη δικαστικών αποφάσεων, εθισμένος πια στην επί πολλά χρόνια διατύπωση δικαστικού λόγου, είναι δύσκολο και σπάνιο να είναι παράλληλα και άριστος συντάκτης κειμένων άλλης κατηγορίας λόγου.

      Προφανώς το Δικαστήριο, με το εκτεταμένο αυτό τμήμα της απόφασης, επιχειρεί να συντάξει δύο ουσιαστικές βάσεις της υπόθεσης: Πρώτο, ένα ιστορικό της κρίσης, των συνεπειών της και της πολιτικής αντιμετώπισής της από τους θεσμικούς πολιτικούς φορείς που αναφέραμε (ΕΕ, Ευρωζώνη, ΔΝΤ, Ελληνική Κυβέρνηση), από το οποίο θα προέκυπτε ως αναγκαιότητα η λογική ακολουθία των υπό κρίσιν μέτρων που επέβαλε το κράτος. Δεύτερο, το ιστορικό αυτό θα αποτελούσε συγχρόνως και τη γενική ουσιαστική βάση του δημοσίου συμφέροντος που απαιτείται για τη νομιμότητα των επίμαχων μέτρων –μετά την εσφαλμένη, κατά τη γνώμη μας, επιλογή του Δικαστηρίου ότι τα μέτρα αποτελούν «νόμιμους περιορισμούς» και όχι «στέρηση» ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων. Το Δικαστήριο, όμως, λησμόνησε τέσσερις βασικούς όρους, που επιβάλλει το υπερκείμενο δίκαιο με τις εγγυήσεις της δικαστικής προστασίας και της δικαστικής λειτουργίας γενικότερα και αποτελούν πάγια πρακτική όλων των δικαστηρίων των δημοκρατικών χωρών και του ιδίου: Πρώτο, ότι τα πραγματικά στοιχεία που συνιστούν το ιστορικό και γενικά την ουσιαστική βάση μιας δικαστικής υπόθεσης πρέπει να είναι ουσία βάσιμα× πρέπει, δηλαδή, να είναι αληθή και η αλήθειά τους, γενικά η ουσιαστική βασιμότητά τους, να στηρίζεται σε δικονομικώς κατάλληλα και έγκυρα μέσα. Δεύτερο, ότι τα στοιχεία αυτά της ουσιαστικής βάσης πρέπει να συνδεθούν δικανικώς με το δημόσιο συμφέρον που επιβάλλει, κατά το Δικαστήριο πάντοτε, τη λήψη των υπό κρίσιν μέτρων ως αναγκαίων, πρόσφορων και κατάλληλων για την αντιμετώπιση της κρίσης. Θα πρέπει, με άλλες λέξεις, να θεμελιωθεί γενικά η ουσιαστική βασιμότητα του δημοσίου συμφέροντος ως λόγου επιβολής των συγκεκριμένων κατηγοριών μέτρων στη βάση της αναλογικότητας, της οποίας επίσης πρέπει να θεμελιωθεί η ουσιαστική βασιμότηταΤρίτο, ότι το ουσία βάσιμο δημόσιο συμφέρον πρέπει να σταθμιστεί με τη βλάβη του δημοσίου συμφέροντος που επιφέρουν οι απαιτούμενοι, κατά το Δικαστήριο, «περιορισμοί» των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της εθνικής κυριαρχίας –στάθμιση που, στην ουσία της, θα θεμελιώσει επιπροσθέτως και την αναγκαιότητα των μέτρων[4]Τέταρτο, η γενική ουσιαστική βασιμότητα των στοιχείων που επιβάλουν τη λήψη των μέτρων και του δημοσίου συμφέροντος που υπηρετούν πρέπει να εξειδικεύεται και να εξατομικεύεται –να θεμελιώνεται δηλαδή- σε κάθε ατομική περίπτωση που εκδικάζεται.

Οι παραπάνω όροι, τους οποίους πάγια τηρεί το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, στην προκείμενη υπόθεση δεν τηρήθηκαν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορεί κανείς να διακρίνει τη δικανική σχέση του περιεχομένου του παραπάνω κειμένου που προτάσσεται στο κυρίως σκεπτικό της υπόθεσης με το σκεπτικό που ακολουθεί και με το διατακτικό της απόφασης. Η έλλειψη δε δικαστικής κρίσης στο εν λόγω κείμενο είναι καταφανής από το γεγονός ότι όλα τα στοιχεία της οικονομικής κρίσης παρατίθενται όχι μόνο χωρίς την επαρκή θεμελίωση βασιμότητας, αλλά και χωρίς οποιαδήποτε –έστω και ανεπαρκώς θεμελιωμένη- δικαστική κρίση ελέγχου. Δεν είναι, συνεπώς, παράλογο να διερωτάται κάνεις, για ποιο δικανικό λόγο συντάχθηκε αυτό το μακροσκελές κείμενο. Για αυτό το λόγο, η βαρύτερη συνέπεια της παράβασης των παραπάνω όρων και κυρίως της έλλειψης θεμελίωσης της ουσιαστικής βασιμότητας των στοιχείων του είναι ότι το εν λόγω κείμενο, που καλύπτει πολύ περισσότερο από το ένα τρίτο του όλου όγκου της απόφασης, δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από πολιτικό κείμενο, δηλαδή: κείμενο πολιτικής θεμελίωσης των προσβαλλόμενων πράξεων στην προκείμενη δίκη. Το ότι δε η αλήθεια των παρατιθέμενων στοιχείων δε θεμελιώνεται, προκύπτει από τη μοναδική βάση «θεμελίωσης» που παρέχει το Δικαστήριο, ότι προκύπτουν «από τα στοιχεία του φακέλου» -δηλαδή, προφανώς, από τα πληροφορικά έγγραφα που κατέθεσε ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος, ως κατά το νόμο εκπρόσωπος του Δημοσίου, ήταν ο μόνος αντίδικος των αιτούντων. Επισημάναμε, άλλωστε, πιο πάνω[5] ότι η Πλειοψηφία του Δικαστηρίου συχνότατα αναφέρεται στο σκεπτικό της για να επιβεβαιώνει τη βασιμότητα των θέσεών της, στις επιλογές του ιστορικού νομοθέτη, με τη φράση: «κατά την εκτίμηση του νομοθέτη» ή με άλλες παρόμοιες φράσεις, χωρίς καμιά δικαστική αξιολόγηση των εν λόγω επιλογών και χωρίς προσφυγή στην αντικειμενική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων.

Πρέπει, βεβαίως, να επισημάνομε, ότι είναι δυνατό πολιτικοί ισχυρισμοί και πολιτικές επιλογές να αποτελέσουν μέρος δικαστικής σκέψης, εφόσον, όμως, τεθούν κάτω από τους κανόνες δικαίου της δικαστικής κρίσης. Θα αναφέρω δύο τέτοιες, τις μοναδικές, ίσως, ή τις κυριότερες, περιπτώσεις από τη δικαστική πράξη:

Η πρώτη περίπτωση αφορά στις ανάγκες της ερμηνείας εφαρμογής του δικαίου. Στοιχεία πολιτικών επιλογών, όπως αυτά που παρέχουν οι αιτιολογικές εκθέσεις νόμων ή άλλα επίσημα έγγραφα πολιτικών αρχών και φορέων, μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να λαμβάνονται υπ’ όψιν στις περιπτώσεις που, κατά την ερμηνεία εφαρμογής, αναζητείται το πραγματικό ιστορικό νόημα της διάταξης νόμου (του υποκειμενικού ιστορικού νομοθέτη) ή άλλης πολιτειακής πράξης, για να οδηγηθεί ο εφαρμοστής του νόμου σωστά στην (αντικειμενική, τελολογική ή άλλη) απαιτούμενη στην συγκεκριμένη περίπτωση ερμηνεία τους και στον έλεγχο συμβατότητάς τους με το υπερκείμενο δίκαιο. Αυτή καθ’ εαυτήν η πολιτική επιλογή πολιτειακής πράξης (νόμου ή άλλης πράξης) ή του νοήματός της ουδέποτε αποτελεί, μόνη της, δεδομένη βάση του νοήματος δικαστικής εφαρμογής και της κρίσης για τη συμβατότητά της με το υπερκείμενο δίκαιο των εν λόγω πράξεων. Πάντοτε είναι επικουρική της ερμηνείας εφαρμογής του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου στη συγκεκριμένη περίπτωση. Πάντοτε, δηλαδή, η δικαστική χρήση τέτοιων στοιχείων πρέπει να βρίσκεται σε άμεση λογική σχέση με το κρινόμενο ζήτημα× να αποτελεί, δηλαδή, μέρος του δικανικού συλλογισμού συγκεκριμένου αντικειμένου.

Η δεύτερη περίπτωση δικαστικής αντιμετώπισης πολιτικών ισχυρισμών απαντά στις δίκες με διάδικο το Δημόσιο. Χαρακτηριστική –και διδακτική- είναι η αντιμετώπιση τέτοιων ισχυρισμών στις σκέψεις αποφάσεων του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ. Εδώ βλέπομε ότι τα δικαστήρια αυτά δέχονται ή αντικρούουν τέτοιους ισχυρισμούς μετά από ενδελεχή δικαστικό -δηλαδή νομικό- έλεγχο και δικαστική αξιολόγηση τόσο της ουσιαστικής όσο και της νομικής βασιμότητάς τους, πάντοτε δε στο πλαίσιο και στη λογική ακολουθία δικανικού συλλογισμού. Το Συμβούλιο της Επικρατείας ως ανώτατο Δικαστήριο – και μάλιστα με σύνθεση Ολομέλειας- θα έπρεπε, με μια τέτοια δομή αντιμετώπισης των -συχνά πολιτικών- ισχυρισμών του Δημοσίου, να δίνει το κατευθυντήριο παράδειγμα στα λοιπά δικαστήρια. Όσον αφορά στην προκείμενη υπόθεση, θα έπρεπε, σύμφωνα με όσα παραπάνω εκθέτομε, να αντιμετωπίσει με δικαστική αξιολόγηση και κρίση, τουλάχιστον με εκτίμηση της επάρκειας αξιοπιστίας τους για δικαστική χρήση, τους πολιτικούς ισχυρισμούς της ΕΕ, της ΟΝΕ, και του ΔΝΤ, τις επιλογές αυτών και της Κυβέρνησης, καθώς και τα στοιχεία της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής που προέκυπταν από το φάκελο και προβάλλονταν με το δικόγραφο του Δημοσίου. Δεν το έπραξε. Αντ’ αυτού, απλώς τα αντέγραψε ως αληθή.

Αλλά γιατί η πολιτική επιλογή μιας κυβερνητικής πλειοψηφίας δεν μπορεί να αποτελέσει τη νόμιμη βάση της δικαστικής κρίσης; Η απάντηση μπορεί να συνοψιστεί στην εξής βασική θέση: Η πολιτική επιλογή –σύμφωνα με τις ιδεολογικοπολιτικές βάσεις του κοινωνικοπολιτικού μας συστήματος- είναι, σύμφωνα με τη δημοκρατική αρχή, προϊόν και έκφραση της δυναμικής της λαϊκής κυριαρχίας, που αδιάκοπα αναδιαπλάσσει και αναδημιουργεί τις κοινωνικές σχέσεις συγκεκριμένης πολιτικής κοινωνίας. Το δίκαιο, έκφραση, αναμφίβολα, και ιστορική πραγμάτωση της πολιτικής, διασφαλίζει στον άνθρωπο τη σταθερότητα και την προβλεψιμότητα των όρων αξιοπρεπούς διαβίωσης και συμβίωσης (το νόημα της ασφάλειας δικαίου). Η χρονική διάρκεια αυτής της διασφάλισης είναι μεν πολιτική επιλογή του νομοθέτη, που μπορεί, με βάση πάντοτε τις αρχές της δημοκρατίας και στα πλαίσια του υπερκείμενου δικαίου, να μεταβάλλει δικαιικά τις κοινωνικές σχέσεις. Η δικαστική λειτουργία, όμως, όσο δε γίνεται αυτό, οφείλει να ερμηνεύει και να εφαρμόζει τους κανόνες δικαίου με τα μέσα που της παρέχει η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου (αντικειμενική και τελολογική ερμηνεία, ασφάλεια του δικαίου κ.ά.), ώστε να διασφαλίζεται η σταθερότητα και βεβαιότητα του δικαίου στο κοινωνικά (δημοκρατικά) απαιτούμενο μέτρο αξιοπρεπούς κοινωνικής συμβίωσης. Με άλλες λέξεις: η δικαστική λειτουργία, με την ιδιότητα του φρουρού και εφαρμοστή του δικαίου ως σταθεροποιητικού –στο πλαίσιο πάντοτε της δημοκρατικής δυναμικής- στοιχείου, ενεργεί με την ίδια διαλεκτική δύναμη και λειτουργία που έχει και το δίκαιο απέναντι στην, απαραίτητη για τη λειτουργία της δημοκρατίας, δυναμική της πολιτικής ροής. Συνεπώς, οι πολιτικές επιλογές, οι οποίες, με τη δημοκρατική δυναμική, διαρκώς μεταβάλλονται, βρίσκονται, καταρχήν, έξω από το πεδίο άσκησης της δικαστικής λειτουργίας, ως φρουρού της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου.

Το πόσο επικίνδυνες είναι οι πολιτικές αιτιολογήσεις, ακόμη και επιστημονικά (π.χ. στατιστικά) δεδομένα πολιτικώς επιλεγμένα, δείχνει η πραγματικότητα της διάψευσής τους. Άλλωστε, και ο θεωρητικός αποκλεισμός τους από τη δικαστική κρίση είναι προϊόν αυτής της πραγματικότητας. Ο δικαστής γνωρίζει περισσότερο από κάθε άλλον τη συνειδησιακή τραγικότητα της διάψευσης των στοιχείων στα οποία στηρίχθηκε μια δικαστική κρίση. Πολλά από τα στοιχεία της πολιτικής που αποτελούν το περιεχόμενο του υπό συζήτησιν κειμένου έχουν ήδη διαψευσθεί. Διαψεύδονται μέχρι σήμερα: η αλήθεια της σοβαρότητας της οικονομικής κρίσης κατά το χρόνο υπογραφής των δανειακών συμβάσεων, η αλήθεια των στατιστικών στοιχείων στα οποία αναφέρεται η απόφαση, η αναγκαιότητα και η καταλληλότητα των επίμαχων μέτρων που επέβαλαν οι προσβαλλόμενες πράξεις κ. ά. Ιδιαίτερα δε επισημαίνομε τη διάψευση που κρύβει η από όλες τις πλευρές ομολογούμενη σήμερα πλήρης αποτυχία της οικονομικής πολιτικής της δημοσιονομικής σταθερότητας και της ύφεσης, που επικαλείται το Δικαστήριο στο παραπάνω κείμενο, άρα και της καταλληλότητας των μέτρων. Με τα σημερινά δεδομένα διάψευσης και αμφισβήτησης των προϋποθέσεων νομοθετικής επιβολής των μέτρων που προσβάλλουν θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, τα οποία το Δικαστήριο έκρινε ως σύμφωνα με το υπερκείμενο δίκαιο, είναι πια ορατή η ανατροπή ολόκληρης της ουσιαστικής βασιμότητας, πάνω στην οποία στηρίχθηκε η κατά πλειοψηφία δικαστική κρίση της απόφασης 668/2012. Αυτή και μόνη η αβασιμότητα του «ιστορικού» που επικαλείται το Δικαστήριο στο σχολιαζόμενο τμήμα της απόφασης καθιστά, κατά τη γνώμη μου, αναγκαία τουλάχιστον τη νομολογιακή αναθεώρηση της απόφασης.

3. Οι παραβιάσεις του υπερκείμενου δικαίου και η σιωπή του Δικαστηρίου

 – Το ζήτημα θέσης προδικαστικού ερωτήματος

          Όπως είδαμε, το Δικαστήριο αναφέρθηκε διά μακρών και επανειλημμένως: αφενός στους σκοπούς, στους στόχους και στις κατευθυντήριες αρχές της ΕΕ, της Ευρωζώνης και του ΔΝΤ, όπως προκύπτουν από τις ιδρυτικές και καταστατικές Συνθήκες των τριών Οργανισμών της υπερεθνικής έννομης τάξης, και αφετέρου στις δανειακές συμβάσεις που συνήψε η Ελλάδα με τις χώρες της Ευρωζώνης και το ΔΝΤ το Μάιο του 2010, συνδέοντας όλα αυτά με τη ratio και τη δικαιική βάση του κρίσιμου ν. 3845/2010 και των με βάση αυτό το νόμο προσβαλλόμενων πράξεων. Όλες αυτές οι αναφορές, αν και δεν έχουν, όπως εκθέσαμε, το δικανικό τύπο της δικαστικής αιτιολογίας, ωστόσο είναι σαφές ότι χρησιμοποιούνται από το Δικαστήριο ως «νομική βάση» αιτιολογίας της απόφασής του, ιδίως δε της συνδρομής των προϋποθέσεων (της αναγκαιότητας, του δημοσίου συμφέροντος κ.λπ) για την επιβολή των επίμαχων μέτρων.

Παρά τη νομική αυτή σημασία που επιχειρεί να προσδώσει το Δικαστήριο στις παραπάνω διεθνείς συνθήκες και συμβατικές σχέσεις της Ελλάδας ως μέλους της ΕΕ και του ΔΝΤ, καθώς και στις δανειακές συμβάσεις για την υπό κρίσιν υπόθεση, εντούτοις καμιά σκέψη ή κρίση δε διατυπώνεται ως προς τη συμβατότητα των δανειακών συμβάσεων της Χώρας και των όρων τους με το υπερκείμενο δίκαιο –ούτε καν με τη μορφή ενός obiter dictum. Ειδικότερα, το Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε με κανενός είδους δικαστική κρίση και δικαστικό σκεπτικό: (α) στο ζήτημα ισχύος των δανειακών συμβάσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας με τις δέκα πέντε Χώρες της Ευρωζώνης λόγω της μη κύρωσής τους σύμφωνα με το άρθρο 36 § 2 Σ και το διεθνές δίκαιο, (β) στο ζήτημα ισχύος των εν λόγω συμβάσεων στο εσωτερικό της Χώρας λόγω της μη κύρωσής τους με βάση το άρθρο 28 § 2 Σ, (γ) στο ζήτημα κύρους και συμβατότητας με το jus cogens του διεθνούς δικαίου και με τις εγγυήσεις του υπερκείμενου δικαίου για την προστασία της κυριαρχίας του κράτους και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου βασικών όρων της «Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης» και του «Μνημονίου Συνεννόησης», στις οποίες ειδικώς αναφέρθηκε το Δικαστήριο, και, τέλος, (δ) στο ιδιαίτερα κρίσιμο σήμερα για την Ελλάδα ζήτημα της συμβατότητας των δανειακών συμβάσεων με το υπερκείμενο δίκαιο της ΕΕ. Τα ζητήματα αυτά όφειλε το Δικαστήριο να τα αντιμετωπίσει, αφού δεν επέλεξε το δρόμο να περιοριστεί στη συνταγματικότητα των επίμαχων μέτρων λόγω επιβολής τους με βάση κοινό νόμο (βλ. πιο κάτω στο 7), αλλά να στηρίξει την απόφασή του σε όλο αυτό το σύστημα συνθηκών και συμφωνιών του υπερκείμενου δικαίου, νομιμοποιώντας το χωρίς δικαστικό έλεγχο. Ο έλεγχος αυτών των ζητημάτων, έστω και παρεμπιπτόντως ασκούμενος, έπρεπε να γίνει, αφού έγινε τόσο εκτεταμένη αναφορά στις σχετικές διεθνείς συμβάσεις και συμφωνίες από το Δικαστήριο, από το αν τέθηκαν τα εν λόγω ζητήματα από τους διαδίκους ή όχι.

Ανεξαρτήτως, πάντως, του προηγούμενου ζητήματος, η θεωρούμενη ως δεδομένη συμβατότητα των δανειακών συμβάσεων με το δίκαιο της ΕΕ, η πολλαπλή αναφορά των αιτούντων και του Δικαστηρίου στις Συνθήκες της ΕΕ, η επανειλημμένη ερμηνευτική αναφορά σ’ αυτές, η προσπάθεια στήριξης του δημόσιου συμφέροντος στους σκοπούς και στις επιταγές του δικαίου της ΕΕ, καθώς και η υποχρέωση αυτεπάγγελτου ελέγχου της συμβατότητας των προσβαλλόμενων πράξεων και του ν. 3845/2010 προς τις εγγυήσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων που παρέχει στους αιτούντες το δίκαιο της ΕΕ, θέτουν το ζήτημα υποχρέωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας να απευθύνει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ. Το Δικαστήριο είχε, κατά τη γνώμη μου, την υποχρέωση, βάσει το άρθρου 234 της Συνθήκης της ΕΕ (άρθρο 369 της Συνθήκης για θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης)[6], ιδίως ως ανώτατο δικαστήριο, κατά των αποφάσεων του οποίου δεν επιτρέπονται ένδικα μέσα, να απευθύνει στο ΔΕΕ αυτό το ερώτημα. Παρά ταύτα, ούτε το έθεσε, ούτε αιτιολόγησε τη μη θέση του. Τήρησε απόλυτη σιωπή. Η παράλειψη αυτή, πρέπει να παρατηρήσομε, μας θυμίζει εκείνη της Ελληνικής Κυβέρνησης και των Δανειστών μας, που, παρά την πρόβλεψη του δικαιώματος κάθε συμβαλλόμενου κράτους που αμφιβάλλει για τη συνταγματικότητα των δανειακών συμβάσεων και των όρων τους να θέσει το ζήτημα στο ΔΕΕ [«Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης», άρθρο 6 (5) και (6)], δεν το έπραξαν, για να μην ανατραπεί η προβαλλόμενη «βεβαιότητα» ως προς την «πλήρη συμβατότητα» των δανειακών μας δεσμεύσεων προς το υπερκείμενο δίκαιο. Η νομική Γνωμοδότηση των δύο νομικών συμβούλων του κράτους [Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης, άρθρα 3 (4) και (5), 4 (1) (β), 15 (1) (α) και Παράρτημα 4 με το προσυντεταγμένο «Υπόδειγμα Νομικής Γνωμοδότησης»][7] θεωρήθηκε αρκετή. Σ’ αυτή προστέθηκε και με αυτή ταυτίστηκε και η προκείμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

4. Η αγνόηση των νομικών εννοιών και χαρακτηρισμών

          Μια από τις βαρύτερες παραλείψεις του Δικαστηρίου είναι, κατά τη γνώμη μου, η αγνόηση των νομικών εννοιών που περιλαμβάνονται στους κανόνες δικαίου και η παράλειψη νομικού χαρακτηρισμού των πράξεων που αποτελούν το αντικείμενο της ουσιαστικής δικαστικής κρίσης. Η παράκαμψη, συγκεκριμένα, και πλήρης αγνόηση των νομικών εννοιών: «στέρηση της ιδιοκτησίας» και «δημόσια ωφέλεια» του δεύτερου εδαφίου και «ρύθμιση της χρήσης αγαθών» και «δημόσιον συμφέρον» του τρίτου εδαφίου του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, που θέτει ως βάση της κρίσης του, της αντίστοιχης διάκρισης των ίδιων νομικών εννοιών στο άρθρο 17 §§ 1 και 2 Σ και στο άρθρο 17 § 1 του ΧΘΔ ( άρθρο ΙΙ 77 της Συνθήκης για τη Θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης) και της επίσημης ερμηνείας στο «Επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 17», και γενικά στις εγγυήσεις της ιδιοκτησίας στα Συντάγματα της Ευρώπης, σε συνδυασμό και με την παράλειψη του αντίστοιχου νομικού χαρακτηρισμού των επίμαχων μέτρων (αν πρόκειται για «στέρηση» ή για «νόμιμο περιορισμό» της ιδιοκτησίας), δεν αποτελεί απλή έλλειψη αιτιολογίας της κρίσης× αποτελεί παράκαμψη των βάσεων της νομικής επιστήμης και παιδείας. Αυτή η αναιτιολόγητη αγνόηση των νομικών εννοιών δεν παρατηρείται μόνο σχετικά με τις έννοιες «δημόσια ωφέλεια» και «δημόσιο συμφέρον» -η διάκριση των οποίων βοηθά και τη διάκριση μεταξύ «στέρησης» και «περιορισμού» της ιδιοκτησίας- παρατηρείται και στην ανεπάρκεια γενικά της κατανόησης και του νομικού προσδιορισμού του δημοσίου συμφέροντος, που εκθέσαμε ήδη[8].

5. Αδίκαστο το ζήτημα παραβίασης των εγγυήσεων των κοινωνικών

   δικαιωμάτων

Ενώ το κύριο αντικείμενο της δίκης ήταν η παραβίαση κοινωνικών δικαιωμάτων, ελλείπει, εντούτοις, εμπεριστατωμένη αναφορά ή κρίση πάνω στο ζήτημα αυτό[9]. Πιστεύω ότι υπήρχε σχετικό αίτημα. Τέθηκαν, επίσης, στην κρίση του Δικαστηρίου οι πρόσφατες, ad hoc αποφάσεις των Συνταγματικών Δικαστηρίων της Ρουμανίας και της Λεττονίας, που έκριναν αντισυνταγματικές περικοπές συντάξεων στις εν λόγω χώρες[10]. Άλλωστε, ο έλεγχος παραβίασης συνταγματικών εγγυήσεων αποτελεί αυτεπάγγελτη υποχρέωση του Δικαστηρίου. Έτσι, το θεμελιώδες αυτό ζήτημα παραβίασης των εγγυήσεων δικαιωμάτων κοινωνικής ασφάλισης παρέμεινε αδίκαστο.

6. Οι ελλείψεις αιτιολογίας

         Όπως ήδη αναφέραμε σε πολλά σημεία του σχολιασμού μας, η απόφαση παρουσιάζει στα επιμέρους ζητήματα σοβαρά ελλείμματα αιτιολογίας. Η όλη δε εικόνα των σκεπτικών της σχολιαζόμενης απόφασης, από την πλευρά της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, συγκρίνοντάς την με εκείνη των αποφάσεων ανώτατων δικαστηρίων άλλων χωρών, του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ, δεν είναι καθόλου ικανοποιητική για απόφαση Ανώτατου Δικαστηρίου –με φωτεινή εξαίρεση των αιτιολογικών Μειοψηφιών. Η έλλειψη της απαιτούμενης από το Σύνταγμα (άρθρο 93 § 3) ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας έχει πολλές μορφές. Η βαρύτερη μορφή πλήρους έλλειψης αιτιολογίας είναι, αναμφίβολα εκείνη που ενέχει η πλήρης σιωπή του δικαστηρίου απέναντι σε κάποιο εξεταστέο ζήτημα, το οποίο δεν εξετάστηκε, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της μη εξέτασης του κύρους των διεθνών συμβάσεων δανεισμού της Ελλάδας, του ζητήματος της παραβίασης των εγγυήσεων της αρχής του κοινωνικού κράτους και των κοινωνικών δικαιωμάτων. Άλλη περίπτωση σοβαρής έλλειψης ειδικής αιτιολογίας είναι εκείνη, κατά την οποία αιτιολογείται μεν γενικά η ανάγκη λήψης των επίμαχων μέτρων, δεν αιτιολογείται, όμως, ειδικά η αναλογικότητα του μέτρου στη συγκεκριμένη ατομική περίπτωση. Τρίτη σοβαρή μορφή έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας είναι εκείνη που επισημάναμε ήδη σχετικά με τη θεμελίωση του δημοσίου συμφέροντος για την επιβολή νόμιμων περιορισμών σε θεμελιώδη δικαιώματα και τη στάθμισή του με το δημόσιο συμφέρον προστασίας τους. Επισημαίνομε δε σε συνάφεια με το ζήτημα θεμελίωσης του δημοσίου συμφέροντος ότι δεν είναι αιτιολογημένη ούτε η βασική κρίση του δικαστηρίου ότι οι περικοπές μισθών και συντάξεων αποτελούν «νόμιμους περιορισμούς» και όχι «στέρηση ιδιοκτησιακού δικαιώματος». Όλες αυτές οι μορφές έλλειψης αιτιολογίας, στην ουσία τους, συνιστούν μορφές αρνησιδικίας.

7. Γενική κριτική θεώρηση της απόφασης

Όπως προκύπτει από το αντικείμενο της δίκης και από τις βασικές Σκέψεις της σχολιαζόμενης απόφασης που εξετάσαμε πιο πάνω, το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε τη δικονομική δυνατότητα, περιοριζόμενο στον ουσιαστικό έλεγχο συνταγματικότητας των προσβαλλόμενων διοικητικών πράξεων που εκδόθηκαν βάσει κοινού νόμου, να μην υπεισέλθει -ή, τουλάχιστον, να υπεισέλθει σε πολύ περιορισμένο φάσμα- στα ζητήματα παραβιάσεων του υπερκείμενου δικαίου (συνταγματικού, ευρωπαϊκού και διεθνούς δικαίου) από τις δανειακές συμβάσεις του Μαΐου 2010. Η μόνη αναφορά στο υπερεθνικό δίκαιο που θα ήταν αναγκαία θα ήταν εκείνη της συμβατότητας με το άρθρο 1 ΠΠΠ της ΕΣΔΑ της προσβολής των δικαιωμάτων των εργαζομένων και των ασφαλισμένων ως ιδιοκτησιακών. Βεβαίως, αυτή η αποφυγή -αν και δεν είναι σπάνια στη νομολογία του Δικαστηρίου, όπως, για παράδειγμα, η αποφυγή ελέγχου ζητημάτων συνταγματικότητας με το αιτιολογικό ότι ανήκουν στο πεδίο των «interna corporis» της Βουλής, ενώ δεν ανήκουν- δε θα εναρμονιζόταν, μέχρι ορισμένο βαθμό, με τους ευρύτερους σκοπούς φρουρού της συνταγματικής νομιμότητας που ανήκουν στην αποστολή το Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου στον ευρύτερο χώρο άσκησης των λειτουργιών του κράτους και του πολιτεύματος. Σε μια τόσο θεμελιώδη για την εθνική κυριαρχία, το δημοκρατικό πολίτευμα, τα δικαιώματα του ανθρώπου και το ευρύτερο κοινωνικό συμφέρον δίκη, δε θα ήμουν σύμφωνος με έναν τέτοιο δικαιοδοτικό αυτοπεριορισμό. Στην ουσία, θα ήταν μια αποφυγή που δε θα μπορούσε παρά να θεωρηθεί αρνησιδικία, με την ευρεία έννοια. Από την αποφυγή αυτή, η οποία, αντικειμενικά, είναι πολύ ευπρόσδεκτη στα πολιτικά κόμματα εξουσίας, το Συμβούλιο της Επικρατείας ακολούθησε, στην προκείμενη απόφαση, ακριβώς την αντίθετη πορεία: υπεισήλθε στο ευρύτερο και ανώτατο πεδίο άσκησης της πολιτικής εξουσίας, την οποία προσπάθησε να αξιοποιήσει για θεμελίωση της δικαστικής του κρίσης. Το αντίστοιχο αποτέλεσμα αυτής της στάσης προς εκείνο της αποφυγής δεν ήταν, βεβαίως, απλώς ο μη δικαστικός έλεγχος συμβατότητας προς το υπερκείμενο δίκαιο πολιτειακών πράξεων, όπως οι διεθνείς συμβάσεις δανεισμού του Μαΐου 2010, αλλά, επιπλέον, και η νομιμοποίησή τους. Αυτό, αναμφίβολα, ήταν -πάντοτε αντικειμενικά- άκρως ευπρόσδεκτο και αναγκαίο για τους φορείς της πολιτικής εξουσίας που επέβαλε τα υπό κρίσιν βάρη στους πολίτες και τα δεσμά της χώρας.

Από τη στιγμή που η Πλειοψηφία του Συμβουλίου της Επικρατείας επέλεξε αυτό τον προσανατολισμό της δικαστικής κρίσης της –ο προσανατολισμός αυτός ήταν, άλλωστε, φανερός από την εισήγηση των Εισηγητριών κατά τη συζήτηση- δεν μπορούσαν να αποφευχθούν όλα όσα αναφέραμε πιο πάνω (γενική πολιτική θεμελίωση της απόφασης, έλλειψη ελέγχου συμβατότητας των δανειακών συμβάσεων με το υπερκείμενο δίκαιο, παράκαμψη νομικών εννοιών, ελλείμματα αιτιολογίας κατά το Σύνταγμα, αδίκαστα ζητήματα, παράλειψη θέσης προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ). Όλα αυτά, δυστυχώς, θίγουν βαθύτατα το κύρος του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου και γενικά της Δικαιοσύνης, προς την οποία όλοι οι λαοί και όλοι οι αιώνες προσβλέπουν για την προστασία του ανθρώπου. Γιατί πώς είναι δυνατό να αποφύγουν οι απλοί πολίτες του Λαού αυτού, μέσα στην εξαθλίωσή τους και μπροστά στην απορία του βλέμματος των παιδιών τους, τη σκέψη ότι στη δικαστική βούληση παρεισέφρησε και η ιδιοτελής πολιτική σκοπιμότητα: να προσφέρουν την «νομιμοποίηση» της όλης πολιτικής που εκφράζουν οι καταστροφικές, μέχρι σήμερα, δανειακές συμβάσεις της Χώρας; Και τούτο, μάλιστα, όταν βλέπουν ότι δεν καταβλήθηκε προσπάθεια να αποφευχθεί η άμεση ανάληψη υψηλών θέσεων, ακόμη και αυτής του πρωθυπουργού[11], από μέλη της Πλειοψηφίας[12]; Η ευθύνη, συνεπώς, του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι μεγάλη για το κύρος του θεσμού και της όλης δικαστικής λειτουργίας. Η ευθύνη αυτή θα γίνεται συνεχώς βαρύτερη, όσο θα διαψεύδονται τα «δεδομένα» στα οποία στηρίχθηκε το Δικαστήριο και θα κλονίζεται η νομική βάση της απόφασης.

Όλα τα στοιχεία κενών, παραλείψεων, παρακάμψεων και άλλων πλημμελειών, που εκθέτομε σε ολόκληρη την προηγούμενη ανάπτυξη μας οδηγούν, δυστυχώς, στο αυστηρό μεν αλλά άφευκτο για μια τόσο σημαντική για τον Ελληνικό Λαό δικαστική υπόθεση συμπέρασμα ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια κακόδικη άσκηση της δικαστικής λειτουργίας από την Πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, για την οποία σήμερα ευθύνεται αστικώς και το Δημόσιο[13]. Από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ότι η σχολιαζόμενη απόφαση παραβίασε, κατά τη γνώμη μου, σοβαρά τους όρους παροχής πλήρους δικαστικής προστασίας και δίκαιης δίκης που επιβάλλουν το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.

Αν παρέμεινε στη μνήμη ως ιστορικό παράδειγμα αυστηρής, αλλά δίκαιης κριτικής η ρήση του γνωστού νομομαθούς και πολιτικού Αλέξανδρου Βαμβέτσου «Ο ΆρειοςΠάγος ηυτοκτόνησεν»[14], που διατυπώθηκε σε μια εποχή έντονης πολιτικής απαξίωσης των δημοκρατικών αξιών και αρχών, την οποία –και τότε- το άλλο Ανώτατο Δικαστήριο της Χώρας δεν είχε κατανοήσει, δεν μπορούμε σήμερα, παραβλέποντας τη στάση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, και μάλιστα σε μια ευρύτερης κοινωνικής σημασίας υπόθεση από εκείνη, να μη διατυπώσομε συμβολικά την αντίστοιχη έκφραση απογοήτευσηςΤο Συμβούλιο της Επικρατείας αυτοκαταργήθηκε ως δικαστήριο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη και των ζωτικής σημασίας αγαθών της Ελλάδας και κάθε πολιτείας, όπως είναι η εθνική κυριαρχία, η λαϊκή κυριαρχία και οι πλουτοπαραγωγικές πήγες της. Προτίμησε να επιστρέψει στην παλαιά αποστολή της καταγωγής του.

Η υψηλή στάθμη των θέσεων της αποκλίνουσας Μειοψηφίας παρέχει, ευτυχώς, ισχυρή προστασία στο κύρος του Δικαστηρίου και της Δικαιοσύνης, δείχνοντας το δρόμο σύντομης αναθεώρησης των εσφαλμένων θέσεων της Πλειοψηφίας. Ο δρόμος αυτός είναι πρωταρχική ανάγκη αποκατάστασης στην ελληνική δικαστική πράξη της υπέρτερης αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που η ταχεία μεταβολή της νομολογίας θα υπηρετήσει την ασφάλεια και τη βεβαιότητα του δικαίου που έχουν πληγεί.

9. Σκέψεις για την δικαιοδοσία στο χώρο του δημοσίου δικαίου.

          Όταν ασκεί κανείς κριτική σε πράξεις άσκησης λειτουργίας του κράτους είναι φυσικό η σκέψη του να ανατρέχει στη φύση, στην αποστολή και στην ιστορία του οργανικού και λειτουργικού θεσμού, προϊόν του οποίου είναι το αντικείμενο της κριτικής. Η κινητοποίηση αυτή της σκέψης είναι, μάλιστα, ευκταία, γιατί έτσι η κριτική δε μένει στο επίπεδο της στείρας διαπίστωσης. Δεν είναι, βέβαια, εδώ ο τόπος για μια έστω και στοιχειώδη ιστορική σκιαγράφηση της δικαστικής λειτουργίας στην Ελλάδα. Απλώς θα αναφερθούμε επιτροχάδην σε ορισμένα βασικά σημεία της φύσης, της δομής και της επάρκειας της δικαστικής προστασίας που παρέχεται στη χώρα μας, επικεντρώνοντας την προσοχή μας σε δύο μεγάλες κατηγορίες δικαιοδοσίας της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας: στη διοικητική και στη συνταγματική δικαιοδοσία. Η αναφορά μας στις δύο αυτές δικαιοδοσίες έχει ως βάση τη θεμελιώδη αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου και ιδίως την αρχή της πλήρους δικαστικής προστασίας που εγγυώνται το Σύνταγμα (άρθρο 20 § 1), ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (άρθρο 47) και η ΕΣΔΑ (άρθρο 6), καθώς και τα συντάγματα όλων (έκτος από ανάλογες με το δικό μας οργανωτικές αποκλίσεις) των προηγμένων δικαιικά χωρών του κοινωνικοπολιτικού συστήματος της αστικής δημοκρατίας.

α. Η διοικητική δικαιοδοσία

Η Ελλάδα, όσον αφορά στην αντίληψη της δικαστικής προστασίας και στη διαμόρφωση άσκησης της δικαστικής λειτουργίας (και εξουσίας), ακολούθησε, από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά, το τριαδικό σχήμα των εξουσιών του κράτους και την ιστορική πορεία διάπλασης και εξέλιξης του δικαίου και της απονομής της Δικαιοσύνης της ηπειρωτικής Ευρώπης. Κυρίαρχη μορφή δικαιοδοσίας ήταν εξαρχής η δικαιοδοσία των τακτικών δικαστηρίων («τακτική δικαιοδοσία», «πολιτικά δικαστήρια»),με δικαιική βάση ουσίας το ρωμαϊκής καταγωγής και ηπειρωτικής διάπλασης αστικό, καθώς και το επίσης ευρωπαϊκής φύσεως και δομής ποινικό δίκαιο. Πρότυπο οργανωτικό σχήμα του εν λόγω δικαστικού συστήματος ήταν η ενιαία, κατά κανόνα δύο βαθμών, πυραμίδα της δικαιοδοσίας ουσίας με κορυφή την αναιρετική δικαιοδοσία και με διαδικαστικό δίκαιο την πολιτική και την ποινική δικονομία. Σ’ αυτό το σύστημα δικαστικής λειτουργίας ενυπήρχε πάντοτε εν σπέρματι η ιδέα της πλήρους δικαστικής προστασίας. Η ιδέα αυτή στη χώρα μας γίνεται ιδιαίτερα ορατή ήδη από την πρώτη περίοδο της μοναρχίας του Όθωνα, με την ανάθεση της επίλυσης των διοικητικών διαφορών στα τακτικά δικαστήρια (με το Β.Δ. της 7ης Μαΐου 1837), καθώς και με την πρωτοπορία των εν λόγω δικαστηρίων στον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων (σύστημα του διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων).

Σ’ αυτό το σύστημα δικαστικής λειτουργίας που σκιαγραφήσαμε και που ίσχυε στις περισσότερες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης, κάτω από την επίδραση της γερμανικής νομικής επιστήμης, παρεισέφρησε η μεταφύτευση του θεσμού του Συμβουλίου της Επικρατείας στην Ελλάδα. Ο θεσμός αυτός, γέννημα θρέμμα του γαλλικού διοικητικού κράτους, μεταφυτεύθηκε στο γερμανικής προέλευσης και δομής σύστημα δικαίου, χωρίς καμιά προσπάθεια ουσιαστικής και λειτουργικής εναρμόνισης σ’ αυτό -όπως πάγια συμβαίνει στη χώρα μας. Έτσι, όχι μόνο η «αρχιτεκτονική» αλλά και η ουσιαστική δυσαρμονία του εν λόγω θεμελιώδους σημασίας συνταγματικού θεσμού που ορθώνεται στο τοπίο του δικαιικού μας συστήματος είναι, για το βαθύτερο γνώστη των δικαιικών συστημάτων, ορατή -ιδίως σήμερα στην εποχή της θεσμικής ολοκλήρωσης της πλήρους δικαστικής προστασίας.

Το γαλλικό σύστημα δικαίου και δικαστικής λειτουργίας διακρίνεται από το γερμανικό με μια λεπτή, αλλά ουσιαστικής σημασίας, διαφορά, την οποία θα πρέπει να ανακαλέσομε στη μνήμη μας: Όπως είναι γνωστό, το γαλλικό κράτος εξελίχθηκε, από την εποχή της απόλυτης μοναρχίας, σε ένα ισχυρό διοικητικό κράτος. Στο κράτος αυτό διαπλάστηκε ο γαλλικός ετατισμός, ο οποίος, μαζί με το γαλλικό φορμαλισμό, διέπλασε και σφράγισε την αντίληψη δικαίου και δικαστικής λειτουργίας στο χώρο της δημόσιας εξουσίας και γενικά τη σχέση κράτους και κοινωνίας στο νεότερο και το σύγχρονο γαλλικό πολιτειακό σύστημα. Στο πλαίσιο αυτής της αντίληψης, η διοίκηση απόκτησε την κυρίαρχη θέση του ρυθμιστή των σχέσεων κράτους και κοινωνίας, με την έννοια ότι, στο χώρο του δημοσίου δικαίου –το οποίο, δεν πρέπει να ξεχνάμε, είναι γέννημα θρέμμα της Γαλλίας- η διοίκηση διαπλάσσει και ρυθμίζει τις σχέσεις με το κράτος και με μια μαγική σύνθεση διοικητικής και δικαστικής λειτουργίας παρέχει και δικαστική προστασία στον ίδιο δικαιικό χώρο. Η κυρίαρχη αυτή θέση της δημόσιας διοίκησης προσέδωσε και την ισχύ αυτοτέλειας των σχέσεων δημοσίου δικαίου και διοικητικής δικαιοδοσίας, διαπλάσσοντας συγχρόνως και μια αρνητική θέση απέναντι στην τακτική δικαιοσύνη. Στους κόλπους αυτής της αντίληψης σχέσεων διοίκησης και κοινωνίας γεννήθηκε ο θεσμός του Συμβουλίου Επικρατείας, το οποίο από ανώτατο συμβουλευτικό όργανο του μονάρχη και του μοναρχικού κράτους εξελίχθηκε σε υβριδικό όργανο σύνθεσης διοικητικής και δικαστικής λειτουργίας[1]. Αλλά, αντί να προσπαθώ να περιγράψω τη φύση και τη δομή της διοικητικής δικαιοδοσίας, αυτός που μπορεί να μας τη φωτίσει σε όλο της το βάθος με τον πιο αριστοτεχνικό τρόπο δεν είναι άλλος από τον Μιχαήλ Στασινόπουλο, το σημαντικότερο από τους πατέρες του διοικητικού δικαίου στην Ελλάδα και τον πιο βαθύ γνώστη του γαλλικού διοικητικού δικαίου και του θεσμού του Συμβουλίου Επικρατείας, τον οποίο υπηρέτησε επί δεκαετίες από όλες της βαθμίδες του. Γράφει, λοιπόν, ο Στασινόπουλος[2]: «Εν τούτοις είναι (σ.σ. ο διοικητικός δικαστής) εις δικαστής, που διαφέρει βαθύτατα από τον τακτικόν δικαστήν. Δεν είναι τακτικός δικαστής ειδικευμένος εις τας ‘διοικητικάς διαφοράς’, αλλά κάτι διάφορον κατ’ ουσίαν: είναι δικαστής διοικητικός (ο τονισμός του Στασινοπούλου), δικαστής ευρισκόμενος εντός της Διοικήσεως, δικαστής, ο οποίος συνθέτει μόνος αυτός εν εαυτώ τον διπλούν αυτόν χαρακτήρα της διοικήσεως και της δικαιοσύνης. Διότι, προσπαθών να προστατεύση το δημόσιον συμφέρον, ήτοι, το κοινόν συμφέρον του συνόλου των πολιτών, έναντι των μεμονωμένων και εγωϊστικών συμφερόντων ενός εκάστου εξ αυτών, κατ’ ανάγκην άγεται εις την εκτίμησιν και τον καθορισμόν της εκτάσεως και της σημασίας του γενικού συμφέροντος, και συνεπώς σκέπτεται τότε ως Διοίκησις». Από την άρτια αυτή περιγραφή, μπορεί κάνεις εύκολα να κατανοήσει τόσο την ετατιστική δομή της δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας όσο και το ετατιστικό πνεύμα της νομολογίας του. Ας δούμε από πιο κοντά τα δύο αυτά δικαιοδοτικά επίπεδα.

α) Η δικαιοδοσία. Στην παραπάνω περιγραφή του διοικητικού δικαστή, ιδίως εκείνου του Συμβουλίου της Επικρατείας, είναι εμφανής η ατέλεια της υβριδικής φύσης του θεσμού, ο οποίος δεν εναρμονίζεται ούτε με το ευρωπαϊκό, ούτε με το παραδοσιακό ελληνικό σύστημα δικαστικής λειτουργίας πλήρους δικαστικής προστασίας. Η όλη οργανωτική και λειτουργική δομή της δικαιοδοσίας του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου σφραγίζεται με την αντίληψη της υπεροχής της διοικητικής λειτουργίας του κράτους απέναντι στη δικαστική λειτουργία ως λειτουργίας προστασίας του ανθρώπου και του πολίτη. Ο περιορισμός της δικαιοδοσίας σε άσκηση ακυρωτικής δικαστικής λειτουργίας καθιστά φανερή την προτίμηση της αποκατάστασης νομιμότητας της διοικητικής λειτουργίας απέναντι στην προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη, τα οποία εντάσσονται όλα στην υποβαθμιστική κατηγορία «των μεμονωμένων και εγωϊστικών συμφερόντων ενός εκάστου εξ αυτών», που είδαμε στη σκέψη του Μιχαήλ Στασινόπουλου. Η υποβάθμιση αυτή των δικαιωμάτων στηρίζεται στην κρατικιστική αντίληψη, στην οποία υποβόσκει η θέση ότι το δημόσιο συμφέρον δεν ταυτίζεται με το κοινωνικό συμφέρον, αλλά με το συμφέρον του κράτους. Την ίδια αυτή αντίληψη εκφράζει και η συγκρότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας με δικαστές που εισέρχονται σ’ αυτό απευθείας στο πεδίο άσκησης ακυρωτικής δικαιοδοσίας, χωρίς την πείρα άσκησης της διοικητικής δικαιοδοσίας ουσίας. Είναι δε περιττό να επισημάνει κανείς ότι η έλλειψη αυτής της εμπειρίας μειώνει σημαντικά την ευαισθησία της δικαστικής κρίσης απέναντι στην προσβολή δικαιώματος και έννομου συμφέροντος και αμβλύνει την ικανότητα κατανόησης της έννοιας του δικαιώματος και του έννομου συμφέροντος στην ουσιαστική τους διάσταση. Υπενθυμίζεται, τέλος, ότι ο περιορισμός της δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας στον ακυρωτικό έλεγχο των διοικητικών πράξεων ήταν ο λόγος για τον οποίο χαρακτηρίστηκε άλλοτε ως έκτακτη δικαιοδοσία –και μάλιστα χωρίς την ύπαρξη τακτικής, που προϋποθέτει η έκτακτη. Ο χαρακτηρισμός αυτός, στην ουσία του, ήταν, νομίζω, ορθός, γιατί αντικατόπτριζε την αντίληψη που περιγράψαμε: ότι ο πυρήνας της αποστολής της διοικητικής δικαιοδοσίας είναι η προστασία της διοίκησης, που αποτελεί την κεντρική βάση του δημοσίου συμφέροντος, και όχι το ευρύτερο κοινωνικό συμφέρον που υπηρετεί η τακτική δικαιοδοσία. Η δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας, δυστυχώς, έμεινε μέχρι σήμερα, στην ουσία της, έκτακτη. Δύο ακόμη φαινόμενα δικαιοδοσίας τραυματίζουν σοβαρά την αρχή της δικαστικής προστασίας: Το ένα είναι ότι η εκδίκαση των υποθέσεων αποκλειστικής δικαιοδοσίας του ΣτΕ αποτελεί «πρότυπη δίκη», ενώ στις άλλες υποθέσεις οι αποφάσεις του δεν είναι μεν δεσμευτικές για τα κατώτερα διοικητικά δικαστήρια, στην ουσία, όμως, όπως είναι γνωστό, οι δικαστές «ελέγχονται» με άλλη εξουσία... Το δεύτερο φαινόμενο, που έχει ευρύτερη σημασία και αποτελεί κατάφωρη παραβίαση των εγγυήσεων απονομής της δικαιοσύνης, είναι η διεξαγωγή της προσωρινής δικαστικής προστασίας χωρίς δημοσιότητα.

Όλα αυτά δείχνουν καθαρά ότι η διοίκηση παραμένει σε υψηλότερο βάθρο όχι μόνο από την κοινωνία και τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, όπως επανειλημμένα επισημάναμε, αλλά και από αυτή την κυβερνητική λειτουργία. Αυτό εξηγεί το γεγονός ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώ εξακολουθεί να έχει τη συνείδηση της ιστορικής του θέσης ως ανώτατου οργάνου της εκτελεστικής εξουσίας, τη δικαιοδοτική του λειτουργία περιορίζει ανέκαθεν και πάγια απέναντι στην άσκηση της κυβερνητικής λειτουργίας και της νομοθετικής λειτουργίας, καθώς και της λειτουργίας του πολιτεύματος. Μην ξεχνάμε ότι ο δικαιοδοτικός αυτοπεριορισμός απέναντι στις πράξεις κυβερνήσεως κατάγεται από το γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας[3], ενώ το ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας απέχει –αντισυνταγματικά- από πλήθος παράνομων πράξεων της κυβερνητικής και της νομοθετικής λειτουργίας. Αυτός ο αυτοπεριορισμός υποβιβάζει το Ανώτατο Δικαστήριο σε επίπεδο μέσης βαθμίδας ειδικού διοικητικού δικαστηρίου και επιτείνει σήμερα επικίνδυνα το έλλειμμα της συνταγματικής δικαιοδοσίας.

β) Η νομολογία. Τα βασικά χαρακτηριστικά της ιστορίας και της φύσης της αποστολής του Συμβουλίου της Επικρατείας που είδαμε αποτυπώνονται στη νομολογία του. Εδώ βλέπει κανείς ευκρινέστερα, όταν κυρίως η σύγκρουση είναι μεταξύ κράτους και πρόσωπου ως φορέα προσωπικών του δικαιωμάτων, ότι το δημόσιο συμφέρον έχει την έννοια του συμφέροντος του Δημοσίου και τα δικαιώματα του πρόσωπου γίνονται απλά ιδιωτικά συμφέροντα. Η κλίση του ζυγού της δικαιοσύνης κλίνει εμφανώς προς την πλευρά του Δημοσίου, παρά το γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται σημαντική βελτίωση στο πεδίο αυτό. Ιδιαίτερα εμφανής εξακολουθεί να είναι η υπηρέτηση του συμφέροντος του Δημοσίου στις φορολογικές διαφορές με σοβαρές συνέπειες για την οικονομία και για την ισότητα βαρών. Στον δε τομέα συμφέροντος του Δημοσίου στο ανώτατο επίπεδο της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας, το πρόσωπο ως θύμα προσβολής θεμελιωδών δικαιωμάτων του παραμένει συχνά απροστάτευτο. Με άλλες λέξεις, η έννοια του δημοσίου συμφέροντος χάνει συχνά την έννοια του κοινωνικού συμφέροντος και οι εγγυήσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων χάνουν τον προορισμό τους ως βάσης κοινωνικού συμφέροντος. Οι νομολογιακές αυτές εκτροπές και περιπλανήσεις οφείλονται τόσο στη φύση της ακυρωτικής διαδικασίας που εκτυλίσσεται μακριά από το πεδίο της ζωντανής σύγκρουσης του ανθρώπου με την εξουσία, δηλαδή, από το πεδίο της σύγκρουσης ουσίας, όσο και στη διάπλαση της δικαστικής κρίσης του διοικητικού δικαστή, ο οποίος δεν έζησε ποτέ ως δικαστής ουσίας τη ζωντανή σύγκρουση.

Καταλήγοντας, πρέπει να επισημάνομε ότι οι διαρκείς διευρύνσεις και αναδιοργανώσεις της διοικητικής δικαιοδοσίας τις τελευταίες δεκαετίες συνέβαλαν καθοριστικά στην εξέλιξη της διοικητικής δικαιοδοσίας προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής ολοκλήρωσής της. Παρά ταύτα, απέχει πολύ από το επίπεδο της ενιαίας γενικής διοικητικής δικαιοδοσίας με πλήρη δικαιοδοσία ουσίας και με ολοκληρωμένη οργανική και δικονομική δομή τακτικής δικαιοδοσίας, μέσα στην οποία ο διοικητικός δικαστής δε θα κατέρχεται εξ ουρανού στο απόμακρο από τον άθρωπο πεδίο του αφηρημένου ελέγχου νομιμότητας της διοίκησης, αλλά θα διατρέχει από την κοινωνική βάση προς τα πάνω, δοκιμαζόμενος σε όλη την κλίμακα της ουσιαστικής και της τυπικής σύγκρουσης του ανθρώπου με τη δημόσια εξουσία. Με άλλες λέξεις, επιβάλλεται de constitutione ferenda: να ιδρυθεί ενιαία γενική διοικητική δικαιοδοσία, με δικαστήρια πρώτου, δεύτερου και αναιρετικού βαθμού και με δικαστές που θα εισάγονται από τον πρώτο βαθμό και θα εξελίσσονται μέχρι και το ανώτατο δικαστήριο× στη δικαιοδοσία αυτή θα ανήκει εξαρχής τόσο η αρμοδιότητα ακύρωσης της παράνομης πράξης όσο και η αρμοδιότητα αποκατάστασης της ζημίας του αιτούντος. Για δε την αντιμετώπιση ειδικών περιπτώσεων, πάντοτε είναι δυνατή η θέσπιση κάποιας έκτακτης ή ειδικής δικαιοδοσίας. Σε μια τέτοια ολοκληρωμένη διοικητική δικαιοδοσία ο άνθρωπος και ο πολίτης θα μπορούν να βρίσκουν την πλήρη δικαστική προστασία που εγγυώνται τα άρθρα 20 § 1 Σ, 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και 6 της ΕΣΔΑ.

β. Η συνταγματική δικαιοδοσία

Το έλλειμμα συνταγματικής δικαιοσύνης, που κατέδειξε με τον πιο έντονο τρόπο η απόφαση 668//2012, έχει αποτελέσει συχνά αντικείμενο συζήτησης. Γι’ αυτό δε θα υπεισέλθομε στο θέμα αυτό και πάλι. Θα υπενθυμίσω μόνο ότι, με την υποστήριξη της ίδρυσης ειδικής συνταγματικής δικαιοδοσίας, που από δεκαετίες πολλαπλά έχω εκφράσει, επεσήμαινα πάντοτε την ανάγκη αντικατάστασης του πρωτοποριακού άλλοτε αλλά σήμερα ατελέστατου και ανεπαρκούς πια συστήματος διάχυτου ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων με σύστημα ειδικής συνταγματικής δικαιοσύνης. Επισημαίνω και σήμερα ότι μόνο με την ίδρυση και λειτουργία αυτοτελούς ειδικής συνταγματικής δικαιοδοσίας θα μπορέσει να ολοκληρωθεί, μέσα στο ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό μας σύστημα, ένα σύστημα πλήρους δικαστικής προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη, των αρχών του πολιτεύματος της αστικής δημοκρατίας και του πραγματικού κοινωνικού συμφέροντος. Για δε την επιστήμη του δικαίου, το συνταγματικό δικαστήριο θα αποτελέσει μια ανεξάντλητη πηγή γνώσης του υπερκείμενου δικαίου. Σήμερα, που η απληστία του πανίσχυρου και πιο απεχθούς φορέα άνομης εξουσίας, το υπερεθνικής δύναμης ανώνυμο κεφάλαιο, υπέταξε την πολιτική ως πηγή και ρυθμιστή του δικαίου, επιβουλευόμενο και απειλώντας άμεσα και σε παγκόσμιο πεδίο τη δημοκρατία, το δίκαιο και την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη και όλα τα ζωτικής σημασίας αγαθά της πολιτικής κοινωνίας, η ίδρυση και ανάπτυξη μιας ευρείας συνταγματικής δικαιοδοσίας στο ανώτατο επίπεδο της δικαστικής λειτουργίας αποτελεί αδήριτη ανάγκη και πρώτης προτεραιότητας σκοπό συνταγματικής αναθεώρησης. Για περισσότερα, παραπέμπω στις σκέψεις, τις προτάσεις και τα επιχειρήματα που έχω διατυπώσει πάνω σ’ αυτό το θέμα στην παλαιότερη μικρή μονογραφία μου «Συνταγματική Δικαιοσύνη» του 1999.

10. Αντί συμπεράσματος

Όλες οι σκέψεις και όλες οι διαπιστώσεις του σχολιασμού της απόφασης 668/2012 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας διατυπώθηκαν με πλήρη συνείδηση τόσο της ευθύνης μου όσο και των υποχρεώσεών μου ως πανεπιστημιακού δασκάλου, ως επιστήμονα και ως πολίτη, που επιβάλλουν την άσκηση κριτικής στην εφαρμογή του δικαίου, ακόμη και στο επίπεδο –και ιδίως σ’ αυτό- θέσπισης νέου δικαίου (de lege και de constititione ferenda). Καταλήγοντας με αυτή τη βάση, αντί να συμπυκνώσω σκέψεις και διαπιστώσεις σε ένα συμπέρασμα του χαρακτήρα αφηρημένου διδάγματος, ας μου επιτραπεί να τις μετουσιώσω σε μια διπλή εκ βαθέων πρόταση προς τον αναθεωρητικό νομοθέτη για την επόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος:

α. Να δρομολογηθεί η σταδιακή μεταβολή της διοικητικής δικαιοδοσίας προς μια ενιαία γενική διοικητική δικαιοδοσία κατά το πρότυπο των περισσότερων χωρών της ηπειρωτικής Ευρώπης.

β. Να ιδρυθεί Συνταγματικό δικαστήριο ευρείας δικαιοδοσίας, με δικαστική προστασία των θεμελιωδών άρχων και βάσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας, των θεμελιωδών άρχων της δημοκρατίας, της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη.

 


[1] Την ίδια ιστορική πορεία ακολούθησε ο θεσμός του Συμβουλίου της Επικρατείας και στη χώρα μας: Από την περίοδο της μοναρχίας του Όθωνα μέχρι το Σύνταγμα του 1911 ήταν ανώτατο συμβουλευτικό όργανο με κύρια αρμοδιότητα την επεξεργασία των σχεδίων νόμων. Γι’ αυτό και στα Συντάγματα του 1844 (άρθρο 102) και 1864 (άρθρα 83-86) εντασσόταν έκτος του κεφαλαίου «Περί Δικαστικής Εξουσίας». Με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1911 (άρθρα 82-86), ανατέθηκαν, επιπλέον, και οι δικαστικές αρμοδιότητες εκδίκασης υποθέσεων που θα καθόριζε ο νόμος: «αμφισβητουμένου διοικητικού» και αιτήσεων ακυρώσεως πράξεων των διοικητικών άρχων για παράβαση νόμου. Με το Σύνταγμα του 1927 (άρθρα 102-105) εντάχθηκε στο Κεφάλαιο Η΄ Διοικητική Δικαιοσύνη, με διεύρυνση των δικαστικών αρμοδιοτήτων ακυρωτικής δικαιοδοσίας. Παρά τη συνταγματική πρόβλεψη από το Σύνταγμα του 1911, το δικαστήριο ιδρύθηκε το 1928 με το ν. 3713/24.12.1928 και άρχισε να λειτουργεί από το 1929.

[2] Μιχ. Στασινοπούλου, Η γενομένη κατά το 1963 μεταρρύθμισις του Οργανισμού του Γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας και ο αληθής χαρακτήρ του διοικητικού δικαστού, Νομικαί Μελέται, Αθήναι 1972, σελ. 307 επ.

[3] Βλ. την κατευθυντήρια απόφ. C.E. Couitéas/3.11.1923. Γιαπερισσότεραστοιχεία: G. Kassimatis, Der Bereich der Regierung, Berlin 1967 σελ. 70 επ.

 


[1] Βλ. την πρώτη στο βιβλίου μου: Οι Παράνομες Συμβάσεις Δανεισμού της Ελλάδας, Αθήνα 2011, σελ. 64 επ. (και στο φυλλάδιο του ΔΣΑ με τον ίδιο τίτλο, Αθήνα 2010, σελ. 40 επ.) και τη δεύτερη στο ίδιο βιβλίο, σελ. 99 επ., και στο παρόν τεύχος ΤΟΣ, 1/2012, σελ. *****

[2] Βλ. προηγούμενη σημ.

[3] Πιο πάνω, σελ. ******

[4] Για τις κρίσεις του δημοσίου συμφέροντος, βλ. πιο πάνω, σελ.****

[5] Σελ.*****

[6] Βλ. σχετ. προδικαστικές Αποφάσεις του ΔΕΚ: Gerhard Köbler v. Republik Österreich της 30.9.2003, και Traghetti del Mediterraneo της 13.6.2006, ΤοΣ 4/2006, σελ. 1189 επ.

[7] Βλ. σχετ. στο πόνημά μου Οι Συμβάσεις Δανεισμού κ.λπ., ό.π. σελ. 52 επ.

[8] Πιο πάνω, σελ. ***** (για τη Σκέψη 33)

[9] Αν δεν διέλαθε της προσοχής μου άλλη περίπτωση, οι μόνες αναφορές σε εγγυήσεις κοινωνικών δικαιωμάτων είναι: η αναφορά στο άρθρο 22 § 5 Σ που γίνεται σε γνώμη της Μειοψηφίας (σελ. 125, Σκέψη 41), καθώς και εκείνη στα άρθρα 22 και 23 Σ, καθώς και στο διεθνές εργατικό δίκαιο (σελ. 127, Σκέψη 43, όπου απορρίπτονται ως απαράδεκτοι οι σχετικοί λόγοι ακυρώσεως).

[10] Βλ. Γνωμάτευσή μου, ό.π., σελ.****

[11]Επειδή στο σημείο αυτό κάνω λόγο για απαίτηση υψηλού βαθμού δικαστικής ευαισθησίας, δεν μπορώ παρά να καταθέσω, ως ες αεί παράδειγμα, τη ακόλουθη μαρτυρία: Ο αείμνηστος Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Θεμιστοκλής Κουρουσόπουλος αρνήθηκε, το 1985, το ύπατο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, γιατί πριν από λίγες μέρες είχε δημοσιευθεί απόφαση –καθ’ όλα ανεπίληπτη- του Δικαστηρίου του οποίου ήταν Πρόεδρος η οποία συνέπιπτε να δικαιώνει ισχυρό κυβερνητικό στέλεχος. Και τούτο, για να μη θεωρηθεί η αποδοχή του αξιώματος ανταμοιβή προς το Δικαστήριο και θιγεί το κύρος της Δικαιοσύνης.

[12] Οι πολλές εμπειρίες αυτού του είδους μας οδηγούν στη σκέψη ότι θα ήταν σκόπιμο, για το κύρος της δικαιοσύνης, να θεσπιστεί σε προσεχή αναθεώρηση η απαγόρευση διορισμού δικαστικών λειτουργών που τελούν εν ενεργεία ή έχουν αποχωρήσει από την ενεργό υπηρεσία πριν από λιγότερο από τέσσερα χρόνια σε θέσεις του όλου δημόσιου τομέα –με εξαίρεση, βεβαίως, της περίπτωσης του άρθρου 37 § 3 εδ. γ Σ.

[13] Για την πρόσφατη εξέλιξη ευρύτατης διεύρυνσης της έννοιας της κακοδικίας, της ευθύνης των δικαστικών οργάνων και της αστικής ευθύνης του κράτους, που επέβαλε το ΔΕΚ (ΔΕΕ) σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ με τις παραπάνω (σημ. 11) αναφερόμενες προδικαστικές αποφάσεις τουGerhard Köbler v. Republik Österreich της 30.9.2003, και Traghetti del Mediterraneo της 13.6.2006, ΤοΣ 4/2006, σελ. 1189 επ. και 1216 επ. αντίστοιχα, βλ. τις σχετικές «Παρατηρήσεις» μου, στο ίδιο σελ. 1229 επ., καθώς και την ευρύτερη επεξεργασία του θέματος στο άρθρο μου με τίτλο: Μετά τη νομολογία του ΔΕΚ. Η αστική ευθύνη του κράτους για κακοδικία, (τιμητικός τόμος Κωνσταντίνου Κεραμέως, σελ. *****).

[14]Σε άρθρο του στο «ΒΗΜΑ» της 28/3/1965, σχολιάζοντας την 92/1965 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, που αφορούσε πειθαρχικό αδίκημα του τότε Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου και μετέπειτα πρώτου πρωθυπουργού της δικτατορίας των συνταγματαρχών διαβόητου Κωνσταντίνου Κόλλια, σχετικά με τις παρεμβάσεις του στα έργα του ανακριτή στην υπόθεση Λαμπράκη.

 


[1] Το επιχείρημα ότι το ΔΝΤ δεν έχει υπογράψει το Μνημόνιο είναι αυθαίρετο, γιατί το Ταμείο έχει υπογράψει (με ανταλλαγή επιστολών) την τρίτη σύμβαση με την Ελλάδα του πακέτου των τριών δανειακών συμβάσεων και των παραρτημάτων τους, με την οποία ενέκρινε τις άλλες δύο στο σύνολό τους και υπήχθη στις συμβατικές υποχρεώσεις του, σύμφωνα με τη «Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης».

[2] Παραθέτομε το κείμενο των σχετικών διατάξεων της «Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης»: «15. Έναρξη ισχύος. (1) Με την υπογραφή της από όλα τα συμβαλλόμενα μέρη, η Παρούσα Σύμβαση τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία που: (α) οι Δανειστές λάβουν την επίσημη ανακοίνωση υπό μορφή Νομικής Γνωμοδότησης του Νομικού Συμβούλου του Κράτους του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Νομικού Συμβούλου του Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών σύμφωνα με το υπόδειγμα του Παραρτήματος 4 ότι η Σύμβαση αυτή έχει νομίμως συναφθεί εκ μέρους του Δανειολήπτη και όλες οι υποχρεώσεις του Δανειολήπτη σε σχέση με τη Σύμβαση αυτή είναι έγκυρες, δεσμευτικές και εκτελεστές σύμφωνα με τους όρους τους και τίποτα περαιτέρω δεν απαιτείται για να τεθούν σε ισχύ· και (β) η Επιτροπή λάβει Επιβεβαιώσεις Δέσμευσης από Κρίσιμο Αριθμό Δανειστών, κατά την οποία ημερομηνία η Παρούσα Σύμβαση τίθεται σε ισχύ και δεσμεύει το Δανειολήπτη και όσους Δανειστές παρείχαν τις συγκεκριμένες Επιβεβαιώσεις Δέσμευσης. Η Παρούσα Σύμβαση τίθεται σε ισχύ και δεσμεύει τον Δανειολήπτη τους Δεσμευόμενους Δανειστές και κάθε άλλο Δανειστή, από την ημερομηνία που η Επιτροπή λαμβάνει την Επιβεβαίωση Δέσμευσης του συγκεκριμένου Δανειστή. Ως «Επιβεβαίωση Δέσμευσης» νοείται η γραπτή επιβεβαίωση (σύμφωνα με το Παράρτημα 4 της Συμφωνίας μεταξύ των Πιστωτών) από έναν Δανειστή προς την Επιτροπή ότι, βάσει της νομοθεσίας της χώρας του, είναι νομίμως εξουσιοδοτημένος να συμμετέχει ως δανειστής στην Παρούσα Σύμβαση».

[3] Βλ. περισσότερα: Γ. Κασιμάτη, Οι Συμφωνίες Δανεισμού της Ελλάδας με την ΕΕ και το ΔΝΤ, ό.π. σελ. 14.

[4] Για όλες τις ήδη πολύ παλαιές, αλλά πάντοτε ισχύουσες κατηγορίες περιορισμών και ορίων, ως προς την προστασία της ιδιοκτησίας, που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την προκείμενη υπόθεση, βλ. την παλιά μελέτη μου «Τα συνταγματικά όρια της ιδιοκτησίας, Αθήνα 1972, passim.

 


[1] Ο ν. 3845/2010 (ΦΕΚ Α΄ 65/06.05.2010) φέρει τον τίτλο: “Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη - μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο”, περιλαμβάνει επτά άρθρα με αρίθμηση ολόγραφη (Πρώτον, Δεύτερον κ.λπ.), όπως συνηθίζεται στους κυρωτικούς νόμους. Το δε εδ. β΄ του άρθρου Πρώτον του νόμου όριζε ότι     «Τα μνημόνια, οι συμφωνίες και οι συμβάσεις του προηγούμενου εδαφίου, εισάγονται στη Βουλή για κύρωση», για να αντικατασταθεί η λέξη «κύρωση» μετά από έξι μέρες, με τον αντισυνταγματικό ν. 3847/11.6.2010, που κατάργησε (!) την αρμοδιότητα της Βουλής για την κύρωση των διεθνών συμβάσεων με τις φράσεις: "συζήτηση και ενημέρωση. Ισχύουν και εκτελούνται από της υπογραφής τους». Η σύγχυση που προκαλούσαν όλα αυτά σε όλους τους πολίτες και στους πιο πολλούς πολιτικούς ήταν πρωτοφανής. Επιπλέον τα προβλεπόμενα νομοθετικά μέτρα –τα οποία αποτελούν και αντικείμενο της δίκης- είναι μέτρα που αναγνωρίζει κάνεις εύκολα στις προβλέπεις των προσαρτημένων στο νόμο δύο επιμέρους «Μνημονίων» της δανειακής συμφωνίας «Μνημόνιο Συνεννόησης».