“ΠΑΛΑΙΟΚΟΜΜΑΤΙΣΜΟΣ” ΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΣΒHΝΕΙ

Η σύμπνοια όλων των πολιτικών κομμάτων εξουσίας της Βουλής των Ελλήνων για υποταγή στις δυνάμεις που επέβαλαν στην Ελλάδα το απάνθρωπο καθεστώς δανεισμού άρχισε να επαναφέρει στο προσκήνιο την έννοια του «παλαιοκομματισμού». Αλλά ας δούμε πρώτα, πως γεννήθηκε αυτή η έννοια και τί σημαίνει.

Η λέξη «παλαιοκομματισμός» είναι δημιούργημα της πολιτικής  αργκώ της εποχής της «Μεταπολίτευσης», με την οποία χαρακτηριζόταν ως ξεπερασμένη η αποτυχεμένη πολιτική νοοτροπία και δράση των γνωστών τότε κομμάτων  της «δεξιάς» και της «κεντρώας» πολιτικής παράταξης. Ο απαξιωτικός αυτός χαρακτηρισμός υποδήλωνε την ανάγκη «ανανέωσής» τους με νέας νοοτροπίας πολιτική, μέσα, βεβαίως, στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας. Ο χαρακτηρισμός  αυτός, επομένως δεν μπορούσε να αφορά την Αριστερά, της οποίας ο κεντρικός της κορμός  βρισκόταν ακόμη στην κατάσταση θεσμικής παρανομίας. Το νόημα αυτό, το οποίο αναπτύχθηκε, με την ουσιαστική του διάσταση, στους χώρους της αντίστασης κατά της δικτατορίας σε μεγάλη πολιτική δύναμη και διευρύνθηκε σε όλα τα λαϊκά στρώματα, εξυπηρέτησε τότε, πριν από τη δικτατορία συγκεκαλυμμένα και κατά τα πρώτα βήματα της «Μεταπολίτευσης» απροκάλυπτα, τα νέα μεγάλα πολιτικά κόμματα, τη «Νέα Δημοκρατία» και το «ΠΑΣΟΚ», στον ανταγωνισμό τους για την εξουσία. Στην ουσία του όμως σημαίνει κάτι πολύ βαθύτερο:  Εκφράζει μια από τις πολλές μορφές της ιστορικής γήρανσης της πολιτικής (των κοινωνικοπολιτικών συστημάτων, των πολιτικών ιδεών και ιδεολογιών, των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων πολιτικών και στρατηγικών κ.λπ.). Το γέρασμα αυτό έχει το χαρακτηριστικό ότι προσβάλλει τα πολιτικά κόμματα  μέσα στο πεδίο της βραχύχρονης αντιπαλότητάς τους για την πολιτική εξουσία. Ωστόσο, παρά το μικροπολιτικό του νόημα, με το οποίο παρουσιάστηκε στην Ελλάδα, έχει πολύ βαθύτερη σημασία και η μελέτη του προσφέρει πολλή εμπειρική γνώση της πολιτικής.

Το γέρασμα των πολιτικών κομμάτων, που γνωρίσαμε στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας, όπου αναπτύχθηκε ως  βασικός πολιτειακός θεσμό το κομματικό σύστημα αντιπροσώπευσης, διαφέρει από λαό σε λαό και ως προς τα αίτια που το προκαλεί και ως προς την ηλικία γήρανσης. Στην Ελλάδα, χαρακτηριστική αιτία του γεράσματος των κομμάτων είναι η αδυναμία τους να ασκήσουν πολιτική απεξάρτησης της χώρας από κέντρα ξένης πολιτικής εξάρτησης, σε βαθμό που έρχεται σε αντίθεση με την αντίστοιχη ευαισθησία των Ελλήνων για εθνική ανεξαρτησία, ώστε να προκαλεί την πολιτική απαξίωσή τους στην πολιτική συνείδηση του λαού. Αυτή η σύγκρουση κομματικής πολιτικής εξάρτησης και λαϊκού αισθήματος χαρακτηρίζει όλες τις εποχές κρίσης της νεότερης Ελλάδας. Αλλά ας μείνομε στην πιο κοντινή σε μας περίπτωση, εκείνη της «Μεταπολίτευσης», όπου η αντίδραση του ελληνικού λαού κατά των παλαιών κομμάτων ήταν τόση, ώστε εξαφάνισε από τον πολιτικό χάρτη όλους τους κομματικούς σχηματισμούς του Κέντρου και της Δεξιάς, από τον Πόλεμο ως την απριλιανή δικτατορία. Η πολιτική αντίδραση του ελληνικού λαού κατά των παλαιών κομμάτων, στο βάθος της, ήταν τότε μια: η έντονη επιθυμία του για απεξάρτηση από την αμερικανική επιβολή, που εκπροσωπούσαν στην Ελλάδα τα Ανάκτορα, καθώς και οι έντονα προκλητικές παρεμβάσεις τόσο κατά του Γεωργίου Παπανδρέου λόγω των μεγάλων λαϊκών κινητοποιήσεων του, όσο και κατά του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος ήταν μεν το ίνδαλμα της συντηρητικής παράταξης, αλλά η χειραγώγησή από το «Στέμμα» δεν ήταν καθόλου εύκολη. Η αντίδραση κατά της εξάρτησης επικεντρωνόταν της μεν συντηρητικής παράταξης κατά των Ανακτόρων, της δε κεντρώας παράταξης κατά των ΗΠΑ και των Ανακτόρων. Αυτό που καταλόγιζαν οι πολίτες  και στους δύο ηγέτες είναι ότι δεν τολμούσαν να συγκρουστούν ανοικτά και επίσημα με τα Ανάκτορα, ώστε να απαλλαγεί η Ελλάδα από αυτά. Την αντίδραση του ελληνικού λαού για ανεξαρτησία αξιοποίησαν με επιτυχία για την κατάκτηση της εξουσίας, τόσο ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ως πρωθυπουργός της «μετάβασης στη δημοκρατία», όσο και ο Ανδρέας Παπανδρέου ως αρχηγός της μεταδικτατορικής αντιπολίτευσης. Ο πρώτος, με τη γνωστή διορατικότητά του, προέβη σε βαθιά αναδιοργάνωση της κομματικής συγκρότησης της συντηρητικής παράταξης με εκκαθάριση των βασικών στοιχείων της μετεμφυλιακής πολιτικής του αστυνομικού κράτους, ενώ ο δεύτερος, με δεδομένη από τη δεκαετία του 1960 την αντιμοναρχική του θέση, έδωσε το βάρος  κατά της αμερικανικής εξάρτησης, κατά της οποία η δυσαρέσκεια του ελληνικού λαού είχε κορυφωθεί με την εγκατάσταση της δικτατορίας και την επέμβαση στην Κύπρο. Τον δεύτερο ευνόησε ιδιαίτερα και η αδυναμία της «Νέας Δημοκρατίας» ως κυβέρνησης –όχι λόγω ανικανότητας του Προέδρου της, αλλά λόγω της συντηρητικότητας της παράταξης, να εξισορροπήσει την από δεκαετίες σοβούσα κοινωνική ανισότητα που είχαν καταστήσει αιματηρή οι ιδεολογικοπολιτικές συγκρούσεις και διώξεις. Μην παραβλέπομε ότι τα έξι εκατομμύρια «φακέλων κοινωνικών φρονημάτων» δεν αποτελούσαν απλώς ένα άρχει χαρτιών, αλλά  απεικόνιζαν την απεχθή ζωντανή μνήμη ενός απάνθρωπου κοινωνικού διχασμού.

Δεν είναι ο τόπος εδώ για κριτική ανάλυση της «Μεταπολίτευσης», ούτε των προσδοκιών του ελληνικού λαού και της δικαίωσης ή μη αυτών των προσδοκιών. Τα σημεία που θέλομε να επισημάνομε και έχουν άμεση χρησιμότητα για σήμερα είναι δύο: Το ένα είναι ότι το γέρασμα και ο θάνατος των κομμάτων στην Ελλάδα προκαλείται σίγουρα με την πολιτική εξάρτησης της χώρας από τα μεγάλα κέντρα επιβολής και η πλήρης υποταγή σ’ αυτά. Το άλλο σημείο είναι ότι η όποια «μεταπολίτευση» ακολούθησε τον παλαιοκομματικό θάνατο των παλιών κομμάτων υπήρξε ατελής μέχρι σήμερα, γιατί βασικό της κριτήριο και μέτρο δεν ήταν η ουσιαστική πολιτική για το συμφέρον της Ελλάδας, αλλά η κατάκτηση και διατήρηση της πολιτικής εξουσίας. Η ατελής και σαθρή δομή που έχει ιστορικά το κοινωνικοπολιτικό σύστημα στην Ελλάδα και το αντίστοιχο χρόνιο σύνδρομο της μικροπολιτικής των πολιτικών κομμάτων για την κατάκτηση και τη διατήρηση της εξουσίας (πελατειακή πολιτική, ψευδή και παραπλανητικό πολιτικό λόγο, διαφθορά κ.λπ.) οδηγούν σε έντονη, προκλητική και προσωποπαγή πολιτική υποταγής σε ξένα συμφέροντα, που καθιστά την  ασθένεια του «παλαιοκομματισμού» θανατηφόρα και τα ελληνικά πολιτικά κόμματα βραχύβια. Άλλωστε, η πολιτική εξουσία υποταγής και εξάρτησης έχει πάντα γυάλινα πόδια.  

Ας έλθομε τώρα στο σημερινό «παλαιοκομματισμό». Οι επισημάνσεις μας αφορούν στα πολιτικά κόμματα εξουσίας και στα παρακλάδια τους, τα οποία επιδιώκουν την κατάκτηση και άσκηση της πολιτικής εξουσίας στο σύστημα της αστικής δημοκρατίας. Η ασθένεια του «παλαιοκομματισμού» εκδηλώνεται πάντοτε σε κρίσεις βαθύτερες από τις συνήθεις κυβερνητικές κρίσεις της αστικής δημοκρατίας. Έτσι και τώρα. Η πολιτική της αδικαιολόγητης εξάρτησης που κυριάρχησε κατά την ιστορική στιγμή της κρίσης για την Ελλάδα το Μάη του 2010 έδειξε σαφώς το σύμπτωμα του «παλαιοκομματισμού» με την καθαρά μικροπολιτική έννοια κομματικής γήρανσης: την έννοια επιδίωξης με οποιουσδήποτε όρους κατάκτησης και διατήρησης της εξουσίας.  Ιδιαίτερα έντονα τα χρώματά της ήταν στα τότε κόμματα εξουσίας, στο ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου – Β. Βενιζέλου και στη Νέα Δημοκρατία του Σαμαρά. Ενώ δεν ήταν τόσο έντονα φανερή η «παλαιοκομματική» πολιτική στο τότε κόμμα της αντιπολίτευσης ΣΥΡΙΖΑ, μπορούσε, όμως, να διαγνωστεί από τη διαρκή και συστηματική αποφυγή της χρήσης των όπλων που φοβούνται οι δυνάμεις οι οποίες μας επέβαλαν το καθεστώς δανεισμού το Μάη του 2010. Τα όπλα αυτά, που δε χρησιμοποιήθηκαν μέχρι σήμερα, είναι: (α) Η παραβίαση των αρχών νομιμότητας του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου και του Συντάγματος (παραβίαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και της εθνικής κυριαρχίας) και η ακυρότητα των συμφωνιών δανεισμού, (β) ο σχεδιασμός και η αξίωση συγκεκριμένης και αποτελεσματικής πολιτικής για ανάπτυξη (αναδιοργάνωση του κρατικού μηχανισμού, αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου, ενίσχυσης των κατάλληλων και ζωντανών μέχρι τότε τομέων της ελληνικής οικονομίας και της απασχόλησης, όπως η αγροτική παραγωγή, ο μικρομεσαίος χώρος αγοράς και οι ελληνικές επιχειρήσεις και εξαγωγές, η οικοδομή κ.ά.) και (γ) πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική.  Αυτά, για τον πολιτικό λόγο και για την προετοιμασία της πολιτικής πράξης, ήταν «ταμπού» για το ΣΥΡΙΖΑ. Η κριτική ανάλυση της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι σήμερα ανήκει σε αυτοτελή μελέτη άλλης ευκαιρίας. Εδώ απλώς επισημαίνομε ότι αρχικά φαινόταν ότι αυτή η αποφυγή των βασικών όπλων της Ελλάδας οφειλόταν σε δογματικές αγκυλώσεις και ξεπερασμένες πολιτικές σκέψεις της αριστεράς, καθώς και σε άγνοια διακυβέρνησης αστικού κράτους. Η προοδευτική, όμως, είσοδος του στο κανάλι της «συστημικής αντιπολίτευσης» και η εμμονή του σ’ αυτό άρχισε να δημιουργεί υποψίες και φόβους για την πολιτική του πορεία ως κυβέρνησης, με την παράλληλη διάγνωση της αδυναμίας του εν λόγω πολιτικού κόμματος να αντιμετωπίσει την ολοκληρωτική υποταγή της Ελλάδας που πραγματοποιήθηκε με το καθεστώς δανεισμού του Μάη του 2010. Αυτό ακριβώς υποδήλωναν και οι επανειλημμένες από το 2010 προβλέψεις του γράφοντα αυτές τις γραμμές, ότι «η σύνθεση αυτής της Βουλής δε θα μπορέσει να αντιμετωπίσει την κρίση και το καθεστώς υποταγής» και ότι «θα πρέπει να φύγουν αυτά τα κόμματα και να διαπλαστεί άλλη πολιτική σκέψη, για να αντιμετωπιστεί σωστά και αποτελεσματικά η κρίση». Οι προβλέπεις αυτές δεν ήταν τίποτε άλλο από μια πρώτη διάγνωση του σημερινού «παλαιοκομματισμού», που έπληξε τα κόμματα της Βουλής. 

Η πρόγνωση αυτή φόβου και αγωνίας, δυστυχώς, επιβεβαιώθηκε μέχρι σήμερα. Η φθορά του γήρατος (του μικροπολιτικού «παλαιοκομματισμού») προσέβαλε αθεράπευτα και το ΣΥΡΙΖΑ. Ευτυχώς τα ευρύτατα στρώματα του ελληνικού λαού –πλην των Διανοουμένων- το κατάλαβαν, όπως άρχισαν να το καταλαβαίνουν και οι λαοί της Ευρώπης.

Κύθηρα, 20 Αυγούστου 2010